(O Indiana Jones και ο Δίσκος του Πεπρωμένου)
του James Mangold
(γράφει ο Σωτήρης Ζήκος)
Η πέμπτη και τελευταία (ελπίζω) ταινία με ήρωα τον αρχαιολόγο Ιντιάνα Τζόουνς επιχειρεί να φανεί αντάξια των προηγούμενων, τουλάχιστον των δύο πρώτων της δεκαετίας 1980, που “έγραψαν ιστορία” (την τέταρτη του 2008, δεν τη θυμάμαι καν, μάλλον τη διέγραψα από τη μνήμη μου σαν “αταίριαστη”) χωρίς να φείδεται σε πόρους και χρήση της πιο σύγχρονης τεχνολογίας των ψηφιακών εφέ. Αλλά και σε ευρηματικές εναλλαγές των χώρων δράσης (όπως στις ταινίες Τζέιμς Μποντ), αν και σε βαθμό υπερβολής, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά να “μπουκώνει” την αντοχή προσοχής του θεατή.
Μετά από μια εισαγωγική σκηνή μεγάλης διάρκειας, όπου βλέπουμε τον Ίντι στα 1945, στο τέλος του Β΄ΠΠ, με τον Χάρισον Φορντ ψηφιακά ρετουσαρισμένο σαν να είναι στην ηλικία των πρώτων Ιντιάνα Τζόουνς, περίπου 40 μέχρι 40 και κάτι χρονών, τον ξαναβρίσκουμε στο παρόν της ταινίας το 1969 τη μέρα που συνταξιοδοτείται από καθηγητής αρχαιολογίας στο Hunter College της Νέας Υόρκης, δηλαδή 24 χρόνια μετά, άρα κάπου 60 έως 60 και κάτι χρονών. Κάτι που επιβεβαιώνεται με την απρόσμενη επίσκεψη της βαφτισιμιάς του Ελένα (Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ), που λέει ότι έχει να τη δει από τότε που αυτή ήταν 12 χρονών, ενώ αργότερα σε άλλη σκηνή λέγεται ότι δεν την έχει δει 18 χρόνια, άρα η Ελένα είναι 30 περίπου χρονών, ενώ σε μια επόμενη σκηνή πάλι αυτός της λέει πως έχει τα μισά του χρόνια, άρα αυτός 60 έως 60 και κάτι -και τόσο φαίνεται στην ταινία. Μόνο που Χάρισον Φορντ είναι στην πραγματικότητα 80 χρονών, οπότε προκύπτει ότι και σε αυτήν την εκδοχή είναι ρετουσαρισμένος για να δείχνει πιο νέος! Πόσο πιο νέος; Τόσο όσο να γίνονται στοιχειωδώς πιστευτά τα ανδραγαθήματά του (“κλεμμένα” μέσα από το μοντάζ και τους αντικαταστάτες του) στις θεαματικές απιθανότητες της δράσης. Ενώ σε κάποιες κανονικές σκηνές, δυσκολεύεται ακόμα και να περπατήσει... στο ίσιωμα!
Αυτή τη φορά όμως, το ζητούμενο αρχαιολογικό εύρημα της πλοκής είναι ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος, καθώς πρόκειται για τον μηχανισμό των Αντικυθήρων, που στην ταινία λέγεται ότι είναι το δημιούργημα του Αρχιμήδη του Συρακούσιου και με αυτήν την υπόθεση στήνεται η βασική μυθοπλαστική γραμμή αναζήτησης. Η οποία, καθώς η μηχανισμός των Αντικυθήρων μόλις συμπληρωθεί από το άλλο του μισό λειτουργεί σαν μηχανή του χρόνου, καταλήγει αφηγηματικά προς το τέλος στο 214 π. Χ. στην πολιορκία των Συρακουσών από τους Ρωμαίους, όπου ο Ίντι και η Ελένα συναντούν τον ίδιον τον Αρχιμήδη ζώντα και μάλιστα συνομιλούν μαζί του, μόνο που αντί για αρχαία Ελληνικά (που υποτίθεται ότι ξέρουν) του απευθύνονται σε νέα Ελληνικά του συρμού, με την Ελένα να του λέει «Αρχιμήδη, είμαι φαν σου» -ούτε καν «θαυμάστριά σου»!