(Η τελευταία συνεδρία του Φρόιντ)
του Matthew Brown
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Το Σεπτέμβριο του 1939, η Γερμανία έχει μόλις εισβάλει στην Πολωνία, η Αγγλία ετοιμάζεται από στιγμή σε στιγμή να μπει στον πόλεμο κι ο Σίγκμουντ Φρόιντ προσκαλεί στο σπίτι του στο Λονδίνο τον ιρλανδό ακαδημαϊκό και λογοτέχνη Κλάιβ Στέιπλ Λιούις. Τι να γυρεύει άραγε ο άθεος πατέρας της ψυχανάλυσης από έναν μοντέρνο χριστιανό απολογητή και μάλιστα ενώ σκέφτεται σοβαρά την αυτοκτονία λόγω του πόνου απ’ τον καρκίνο του; Χωρίς ν’ ανοίξουν τα χαρτιά τους εντελώς, οι δύο άνδρες θα καλύψουν μια σειρά από θέματα, από οντολογικά κι υπαρξιακά μέχρι για την παιδική τους ηλικία και τις προσωπικές τους σχέσεις. Η πιο στενή σχέση του Φρόιντ είναι αυτή με την κόρη του Άννα, φύλακα-άγγελο του και σχεδόν διορισμένη διάδοχό του. Η Άννα, που παραμερίζει διαρκώς τον εαυτό της μπροστά στα θέλω του πατέρα της, έχει κι αυτή τα δικά της διλήμματα και μυστικά που ο Φρόιντ κάνει ότι αγνοεί αν και ξέρει.
Μια ταινία μ’ έναν τόσο σπουδαίο ηθοποιό κινδυνεύει πάντα να μην είναι τίποτα παραπάνω απ’ αυτό, ευτυχώς λοιπόν που Η τελευταία συνεδρία του Φρόιντ με τον μόνιμα εξαίσιο Άντονι Χόπκινς δεν ποντάρει εκεί όλες τις μάρκες της. Αντίθετα λειτουργεί ως μια στιβαρή, συγκροτημένη αφήγηση που χρησιμοποιεί την ερμηνευτική δεινότητά του πρωταγωνιστή της για να χτίσει γύρω του έναν ολόκληρο κόσμο που σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχεί στο βίωμα και στην αλήθεια μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας. Βεβαίως, εδώ ο κόσμος δεν είναι ένας (όπως δεν είναι και ποτέ δηλαδή) αλλά περισσότεροι, του Φρόιντ, του Λιούις και της Άννα κι οι ρόλοι εναλλάσσονται έτσι ώστε κανείς να μην μείνει στο απυρόβλητο ή αθέατος - όπως δηλώνει και το αμφίσημο του τίτλου.
Η κινηματογραφική αφήγηση, που δείχνει μέσα απ’ το φωτισμό της, όλη τη μουντάδα και τη σκοτεινιά που συνεπάγεται η καταβύθιση στον εσωτερικό μας κόσμο, ξεδιπλώνει εν είδει παζλ που δεν θα συμπληρωθεί ποτέ εντελώς τις ιστορίες των δύο πρωταγωνιστών, αλλά και της Άννα, καθώς δεν στοχεύει να γίνει πορτρέτο ή βιογραφία, αν και δίνει κάποιες τέτοιες πληροφορίες, αλλά να μεταδώσει συναισθηματικά στο θεατή τη δύναμη και την αλήθεια μιας συνάντησης με τον Άλλον. Που εδώ είναι ένας διπλός καθρέφτης πλευρών που και οι δύο άνδρες δεν θέλουν να δούνε.
Μέσα απ’ το λεκτικό πινγκ-πονγκ Φρόιντ-Λιούις, τις αποκαλύψεις αλλά και τις αντιστάσεις τους, τους εκ των υστέρων αναστοχασμούς και τις βουτιές στο δάσος του ασυνειδήτου και της παιδικής τους ηλικίας, η ταινία δείχνει στο θεατή το πώς μια τέτοια συνάντηση βοηθιέται μεν απ’ το Λόγο, συντελείται όμως σ’ ένα πιο βαθύ και συνολικό επίπεδο. Ως ένα βίωμα δηλαδή που εκπορεύεται απ’ τον τόπο των ελλείψεων και του ανείπωτου και δεν έχει ανάγκη από ξεκάθαρα συμπεράσματα, όσο από μια συνέχεια στις αναζητήσεις. Του δίνει δηλαδή μια γεύση απ’ τις συναισθηματικές ποιότητες που γεννιούνται σ’ ένα ψυχαναλυτικό δωμάτιο αλλά και σε κάθε πραγματική συνάντηση μεταξύ δύο ανθρώπων. Πού μετά μπορεί να μετουσιωθεί μέχρι και σε τέχνη – όπως ίσως έκανε κι ο Λιούις όταν έγραψε τα Χρονικά της Νάρνια.
Το γεγονός ότι ο Χόπκινς φέρνει με την γνωστή του ευκολία κι επιδεξιότητα στα μέτρα του τον ρόλο και τον αποδίδει ξεκάθαρα απ’ την πλευρά της ζωής, διευκολύνει πολύ την συναισθηματική επαφή του θεατή με την ταινία, αφ’ ενός γιατί αυτός ο Φρόιντ γίνεται αντίβαρο του ίδιου του του εαυτού κι αφ’ ετέρου γιατί μέσα απ’ τη στάση του αυτή αναδεικνύεται μια ουσιαστική ποιότητα της ίδιας της φροϊδικής ψυχανάλυσης- η ζωή συνδέεται με την αλήθεια. Επιπλέον, είμαστε αναγκασμένοι ν’ αποδεχτούμε το έλλειμα για να προχωρήσουμε τη ζωή μας. Με άλλα λόγια, η επένδυση της ζωής πάει μαζί με την αποδοχή του θανάτου.
Απέναντι στην ανθρώπινη βλακεία που όπως λέει ο Αϊνστάιν μας βάζει να κάνουμε τα ίδια κάθε φορά περιμένοντας άλλο αποτέλεσμα, απέναντι στον φροϊδικό δηλαδή καταναγκασμό της επανάληψης που αδυνατούμε μόνοι μας να νικήσουμε, ο αυστριακός πεισματάρης γέρος αντιπαραθέτει μέχρι και την ύστατη στιγμή τη μεταμορφωτική δυνατότητα μιας ψυχαναλυτικής συνάντησης -ή ίσως και κάθε άλλης πραγματικής συνάντησης με τον Άλλον- ως μόνη δυνατότητα της ανθρωπότητας να ωριμάσει και να προχωρήσει.
Η ταινία συμπληρώνει έτσι την πολύ φροϊδική προσταγή του Μπέκετ «Κάποτε προσπάθησες. Κάποτε απέτυχες. Δεν πειράζει. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα» με την πίστη πως από λάθος σε λάθος κανείς προχωρά για να βρει τελικά ολόκληρη την αλήθεια.