(Ιστορίες καλοσύνης)
του Γιώργου Λάνθιμου
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_kind-of-kindness.jpg

Ένας άνδρας χρωστάει την πολυτέλεια της διαβίωσής του στην πλήρη υποταγή του στις διαταγές του αφεντικού του που ορίζει από τη διατροφή του μέχρι το πότε θα κάνει έρωτα με τη γυναίκα του. Όταν θ’ αρνηθεί να τον υπακούσει σε κάτι ακραίο όλα του τα δεδομένα θ’ αρχίσουν ν’ ανατρέπονται. Η γνωριμία του με μια άλλη γυναίκα διόλου δεν θα λύσει το πρόβλημα. Τι κάνει λοιπόν κανείς όταν το μόνο που ξέρει είναι η ευκολία;
Ένας αστυνομικός καταρρακώνεται με την εξαφάνιση της γυναίκας του. Όταν, όμως οι διασώστες την βρίσκουν αρχίζει ν’ αμφιβάλλει για την ταυτότητά της και γίνεται όλο και πιο επιθετικός. Η υπηρεσία τον βάζει σε ψυχιατρική παρακολούθηση κι ο μόνος που δείχνει να τον συμμερίζεται είναι εκείνη. Πόσο απ’ τον εαυτό της, όμως, είναι διατεθειμένη να τον ταΐσει για να γίνει καλά;
Μια γυναίκα που έχει εγκαταλείψει τον άνδρα και την κορούλα της για να γίνει μέλος μιας αίρεσης, αναζητά μαζί μ’ έναν άνδρα, τη γυναίκα που θα γίνει η «αγία» της αίρεσης. Μόνη προϋπόθεση να ανασταίνει νεκρούς. Οι δύο τους διαφωνούν για την κατάλληλη, αλλά η γυναίκα πιστεύει πως έχει δίκιο. Ταυτόχρονα, διατηρεί επαφές με την οικογένειά της παρ’ ότι το ζευγάρι που ηγείται της αίρεσης το απαγορεύει. Πόσο κινδυνεύει απ’ αυτό η θέση της άραγε;
Μαύρες, χιουμοριστικές, μεταβατικές, δίχως οπτικές απολαύσεις, ευρυγώνια παραμύθια ή ηρωίδες για να ταυτιστούμε ευχάριστα, άλλα αντίθετα με αναγνωρίσιμες ανθρώπινες σκοτεινιές, κάποιες απωθητικές εικόνες και την πλευρά της καλοσύνης να παίζει μαζί μας το κρυφτό, οι Ιστορίες Καλοσύνης του Γιώργου Λάνθιμου, προϊόν της επανένωσής του, με το άλλοτε alter-ego του, τον σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου, είναι μια άνισα πολύ καλή ταινία. Και παρότι είναι σίγουρο πως το τρίπτυχο αυτό των ιστοριών που εκπορεύονται όλες απ’ την ίδια μήτρα τον Κυνόδοντα, δεν θα αρέσει σε πολλούς, κάποιοι θ’ αλλάξουν γνώμη όσο οι μέρες περνούν κι η αφήγηση θα τους ξανάρχεται στο μυαλό μεταβολισμένη ως ανάμνηση κι εμπειρία. Θα δουν έτσι, πως κάποιες πράξεις καλοσύνης ήταν κι αυτές εκεί, δίπλα απ’ τα χυμένα συκώτια ή στον πάτο μιας πισίνας κενής – και μάλιστα όχι μόνο καλοσύνης, αλλά και θυσίας. Κι ότι ακόμα κι αυτό το ανελέητο, απρόσωπο Σύμπαν που μπορεί να μας στείλει στον άλλο κόσμο αναίτια, έχει καμιά φορά τη λεπτότητα να μας ανασταίνει, ακόμα κι αν είμαστε ένας RMF -διόλου τυχαίος τελικά ακόμα κι ως επιλογή ρόλου.
Αυτή είναι άλλωστε και μια λειτουργία της τέχνης – να αλλάζει την τύχη μας, και ίσως για αυτό οι δημιουργοί-auteur θέλουν συνήθως να ελέγχουν ασφυκτικά το Σύμπαν τους, λίγο σαν το αφεντικό της πρώτης ιστορίας προσφέροντας κι αυτοί στο θεατή όπως κι εκείνος στον ταλαίπωρο υπάλληλο, δώρα που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν παράλογα, έχουν, όμως, μεγάλο νόημα και σημασία. Και μπορεί όπως το Sweet Dreams των Eurythmics μας προϊδεάζει στην αρχή της ταινίας οι ανθρώπινες σχέσεις να λειτουργούν συχνά με συμμόρφωση και εξευτελισμό (περιττεύει μάλλον να πούμε πως το πολιτικό/κοινωνικό σχόλιο βγάζει μάτι εδώ) κι ο ήρωας στην πρώτη ιστορία και να κακοποιεί και να κακοποιείται, όσο κι αν δεν μας αρέσει, όμως, η επιλογή του, εν τέλει σώζει ό,τι πραγματικά αγαπά, θυσιάζοντας στην πορεία οτιδήποτε άλλο. Ο τρόπος που το «πολιτισμένο» περίβλημα της αφήγησης και τα σκηνικά εμπεριέχουν μέσα τους τον ανθρώπινο σαδισμό και τα πρωτόγονα ένστικτα επιβίωσης με κάθε κόστος θυμίζουν κάτι απ’ το Θάνατο του Ιερού Ελαφιού. Κι είναι ενδιαφέρον πως αυτή, η πιο μαύρη απ’ τις τρεις ιστορίες, που καταργεί τον Άλλον ως υπόσταση και σκοπό, μοιάζει στο θεατή ως εικόνα πιο ανώδυνη από ένα δάχτυλο που κόβεται για την αγάπη – ίσως γιατί μάθαμε πια να βλέπουμε κι εμείς με τα μάτια της καθεστηκυίας κοινωνίας.
Η δεύτερη ιστορία με την εξαφανισμένη γυναίκα, είναι μια ιστορία ζευγαριού στην οποία οι κάποιες σοκαριστικές εικόνες δεν είναι παρά ένα τρανταχτό συγκείμενο σ’ όλο αυτό τον κινηματογραφικό Λόγο περί αγάπης που με τον γνωστό τρόπο του Λάνθιμου δείχνουν τη μεταφορά ως πλήρη κυριολεξία. Διαφορετικά κινηματογραφικά είδη μοιάζουν να εισχωρούν εδώ κι η πλοκή κοιτάει προς κατευθύνσεις που εν τέλει δεν βαδίζει -με τον Λάνθιμο ίσως να πειραματίζεται με μια προσέγγιση στην επιστημονική φαντασία. Προς το παρόν, η ρομαντική αυτή ιστορία (εντάξει, όχι με τον αναμενόμενο τρόπο, αλλά τι περιμένατε), δεν αναδεικνύει μόνο την αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι των πρωταγωνιστών, αλλά κι εκείνη ανάμεσα στο Λάνθιμο και το Φιλίππου, έτσι όπως ο θεατής, όπως συμβαίνει πάντα όταν δουλεύουν μαζί δεν ξέρει που αρχίζει ο ένας και τελειώνει ο άλλος. Η ιστορία τους εδώ χαϊδεύει απαλά πολλά είδη αγάπης μαζί, για όποιον κάνει τον κόπο να δει, κι επωφελείται εξαιρετικά απ’ το εξαίσιο χιούμορ ατάκας του Φιλίππου. Επιπλέον, διαθέτει και την ωραιότερη σκηνή της ταινίας ολόκληρης – το ζευγάρι που χορεύει δίπλα στο χυμένο συκώτι.
Η τρίτη ιστορία παρ’ ότι στέκει αφηγηματικά, μοιάζει, όντως σαν κάτι να της λείπει, έτσι όπως στέκεται ανάμεσα στο κινηματογραφικό παρελθόν του Λάνθιμου και σε κάτι νέο που είναι ακόμα δυσδιάκριτο, σαν τα κίνητρα της ηρωίδας που είναι κι η πιο αδιαφανής ολόκληρης της ταινίας κι αυτή που θα δυσκολέψει περισσότερο το θεατή μια και δεν ανοίγει καθόλου τα χαρτιά της. Το ίδιο ακριβώς κάνει κι ο σκηνοθέτης, που μας δημιουργεί εδώ και μια ανησυχία μήπως λοξοκοιτάει περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε προς την Αμερική που είναι γνωστό πως έχει μέσα στα χρόνια καταπιεί πολλούς αξιόλογους Ευρωπαίους σκηνοθέτες. Η τρίτη ιστορία αυτή, που μπορεί να έχει και τις περισσότερες πράξεις καλοσύνης απ’ όλες, ανεξάρτητα απ’ την επιτυχία τους, παραμένει, ανοιχτή σε όλων των ειδών τις ερμηνείες, με το χορό της Έμμα Στόουν στο τέλος να θυμίζει από εντελώς άλλη σκοπιά και στιλ εκείνο του Βίγκο Μόρτενσεν στο Άσπρο Πάτο. Μια υπαρξιακή δηλαδή στιγμή που ότι υπήρχε πριν έχει πλέον χαθεί και κανείς δεν είναι διόλου σίγουρο προς τα που οδεύει, παραμένει, όμως, ζωντανός και το δείχνει, χωρίς να είναι σίγουρος ποιο θα είναι το επόμενο βήμα. Μένει λοιπόν να δούμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του Λάνθιμου μια κι ο χορός της Στόουν μοιάζει να συμβολίζει σ’ ένα επίπεδο τι ήταν για το σκηνοθέτη τελικά ολόκληρη αυτή η ταινία.