του Slatan Dudow
khule1.jpg

«Μπροστά! Χωρίς να ξεχνάμε ποιος είναι ο δρόμος μας! Μπροστά, χωρίς να ξεχνάμε: σε ποιον ανήκει ο δρόμος; Σε ποιον ανήκει ο κόσμος;».
Τα λόγια αυτά από το «τραγούδι της αλληλεγγύης» έδωσαν εν μέρει το όνομα της ταινίας. Η ταινία μιλάει για τους Βερολινέζους εργάτες και ανέργους, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που συγκλόνισε τον κόσμο, στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Μιλάει για την εξαθλίωση της εργατικής τάξης, για τις αιτίες της κρίσης, για τις «αξίες» του εκμεταλλευτικού συστήματος αλλά και το δρόμο που έχει διαλέξει η εργατική τάξη, για την ανατροπή της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Το Kuhle Wampe ήταν μια κατασκήνωση έξω από το Βερολίνο. Όμως το Wampe στην βερολινέζικη διάλεκτο σημαίνει επίσης «στομάχι», και ο τίτλος κάνει ένα λογοπαίγνιο και υποδηλώνει «Άδειο στομάχι», δείχνοντας τη φτώχεια και την πείνα της εργατικής τάξης.
Το Kuhle Wampe είναι μια μπρεχτική ταινία, με το αποστασιοποιημένο παίξιμο των ηθοποιών, την ηχητική αντίστιξη, τις εσκεμμένες ανακολουθίες -όλα στοιχεία από τα θεατρικά έργα του Μπρεχτ. Είναι επίσης ένα δείγμα της αποκαλούμενης Νέας Αντικειμενικότητας, δηλαδή μιας τάσης της εποχής στη Γερμανία, για τέχνη με κοινωνική συνείδηση και ντοκιμαντερίστικη απόδοση της υπόθεσης. Με γυρίσματα κυρίως σε πραγματικές τοποθεσίες, το Kuhle Wampe χρησιμοποιεί με λιτότητα το μελόδραμα, για να αναλύσει την ανεργία μέσα από μια οικογένεια Γερμανών εργατών.
khule2.jpg
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε αντίξοες συνθήκες: ήταν παραγωγή μιας κομμουνιστικής κινηματογραφικής εταιρείας με μηδαμινούς πόρους ενώ ο χώρος των γυρισμάτων δεχόταν επιθέσεις από SA, γι’ αυτό και περιφρουρούταν από μέλη του Κόμματος. Πρόκειται για ένα συλλογικό κινηματογραφικό εγχείρημα, καθώς στην ταινία συμμετέχουν εκατοντάδες ερασιτέχνες εργάτες, 4.000 εργάτες-αθλητές του Αθλητικού Εργατικού Ομίλου Φίχτε και το πιο διάσημο εργατικό θέατρο δρόμου της εποχής. Επίσης, στην ταινία συμμετέχουν συνολικά 300 τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Ταυτόχρονα είναι η πρώτη γερμανική ομιλούσα ταινία με θέμα την εργατική τάξη, λίγο πριν οι ναζί κυριαρχήσουν.
Η ταινία με την κυκλοφορία της βρήκε αμέσως θυελλώδη αντίδραση. Η προβολή της απαγορεύτηκε λόγω του έντονου πολιτικού της μηνύματος, της ανοιχτής απεικόνισης θεμάτων ταμπού, όπως αυτοκτονία, έκτρωση, φτώχεια, και φυσικά, αλλά και της ξεκάθαρης κομμουνιστικής θέσης της και της αισιοδοξίας για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ταυτόχρονα, κατηγορήθηκε ότι παρουσίαζε την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα και τη θρησκεία πολύ αρνητικά. Ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες όμως και από την αριστερή πλευρά, η απαγόρευση άρθηκε και προβλήθηκε μια εκδοχή της ταινίας κομμένης όμως, με νέο μοντάζ.
Στην απόδοση των μαχητικών μηνυμάτων της ταινίας βοηθάει πολύ και η μουσική του Hanns Eisler, και ειδικά το περίφημο «Τραγούδι της αλληλεγγύης». Όμως, δεν είναι μόνο τα θέματα με τα οποία ασχολείται ή η μουσική, που καθιστούν την ταινία μοναδική. Η αισθητική της ταινίας και η κινηματογραφική της γλώσσα είναι αξιοσημείωτη. Οι χαρακτηριστικές σκηνές με την οδύσσεια των ποδηλατών που ψάχνουν για δουλειά ίσως φέρνει στο νου κάτι από το μετέπειτα αριστούργημα του νεορεαλισμού «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» ενώ οι Μπρεχτικές τεχνικές της «αποστασιοποίησης», με τις οποίες είναι γεμάτη η ταινία, φέρνουν στο μυαλό έντονα τις ταινίες του Γκοντάρ, και γενικά του Νέου Κύματος, που είχαν μελετήσει τον Μπρεχτ. Με τις οπτικές τεχνικές της αποστασιοποίησης, η κοινωνική κριτική γίνεται πολύ πιο έντονη και ουσιαστική.
Οι συντελεστές της ταινίας : Ο Slatan Dudow είχε εργαστεί πλάι στον Φριτς Λανγκ, στην παραγωγή του αριστουργήματός του, «Μετρόπολις», ενώ και ο συνθέτης Hanns Eisler είναι γνωστός για τη μουσική του σε ένα άλλο αριστούργημα του μεσοπολέμου, το «Βερολίνο, συμφωνία μιας μεγαλούπολης» του Βάλτερ Ρούτμαν. Όσο για το δεύτερο σκέλος της συγγραφικής ομάδας, πέρα από τον Bertolt Brecht επηρέασε ολόκληρο τον 20ο αιώνα, και ο Ernst Ottwald ήταν ένας διακεκριμένος συγγραφέας και σεναριογράφος.
Ο Μπρεχτ πάντα πίστευε ότι η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με επαναστατικό τρόπο. Και με την ταινία αυτή, ο Μπρεχτ ερευνά και πάλι τους προβληματισμούς αυτούς και κυρίως ρωτάει: «Τι είναι πολιτική τέχνη;» Ταυτόχρονα, δίνει στον κινηματογράφο τα αισθητικά εργαλεία για να δημιουργηθεί πολιτική τέχνη, με τον δυναμικότερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο και με τις ιδέες του προωθεί την αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες. Ο Μπρεχτ μάλιστα, σε αυτή την ταινία συμμετέχει ενεργά στην δημιουργία της ταινίας, σκηνοθετώντας την τελική σκηνή της ταινίας: την πολιτική λογομαχία σχετικά με την οικονομική κρίση.
Τα βιομηχανικά τοπία στην αρχή της ταινίας, οι τίτλοι των εφημερίδων που περιγράφουν την τραγική κατάσταση, οι μικροαστικές κατοικίες, οι μάζες των ανέργων που ψάχνουν για δουλειά και σκοτώνονται για ένα δελτίο μεροκάματου, δίνουν μια αίσθηση της μοντέρνας πόλης ως ένας τόπος που μπορεί να έχεις μόνο δύο δυνατότητες: ή απόλυτη απελπισία ή αλληλεγγύη και μάχη για ένα καλύτερο αύριο. Η ταινία υποστηρίζει το δεύτερο. Η ζωή εργατών έχει καταντήσει ένας καθημερινός αγώνας για επιβίωση και οι επιλογές πολλές φορές φτάνουν μεταξύ ζωής και θανάτου. Μια ολόκληρη τάξη ασφυκτιά, μια κοινωνία έχει πάθει συμφόρηση, και η ταινία καταγράφει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο την κατάσταση αυτή, προκαλώντας τόση αίσθηση, που η προβολή της απαγορεύτηκε.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)