του Akira Kurosawa
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
(...) Από την εποχή του ερχομού του ομιλούντος κινηματογράφου στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ένιωσα ότι είχαμε βάλει στο περιθώριο και ξεχάσει όλα αυτά που ήταν υπέροχα στις παλιές βωβές ταινίες. Με ενοχλούσε ακατάπαυτα η συνειδητοποίηση της αισθητικής απώλειας. Ένιωθα την ανάγκη να επιστρέψω στις πηγές του κινηματογράφου για να ξαναβρώ την ιδιαίτερη αυτή ομορφιά. Έπρεπε να επιστρέψω στις πηγές του κινηματογράφου για να ξαναβρώ την ιδιαίτερη αυτή ομορφιά. Έπρεπε να επιστρέψω στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, πίστευα ότι υπήρχε κάτι που μπορούσα να μάθω από το πνεύμα που χαρακτήριζε τη Γαλλική αβανγκάρντ της δεκαετίας του 1920. Μα στην Ιαπωνία τότε, δεν είχαμε ταινιοθήκη, έτσι έπρεπε να ψάξω να βρω κάποια ταινία ή να προσπαθήσω να θυμηθώ τη δομή αυτών που είχα δει στο παρελθόν όταν ήμουν παιδί, να κάτσω να συλλογιστώ την αισθητική τους διάσταση που τις είχε κάνει σπουδαίες.
Η ταινία μου το "Ρασομόν" θα γινόταν έτσι ο χώρος των δοκιμών μου, ο χώρος στον οποίο θα εφάρμοζα τις ιδέες και τις επιθυμίες που μου είχαν προκύψει ύστερα από την έρευνα που έκανα την περίοδο του βωβού. Για να έχει η ταινία μια συμβολική ατμόσφαιρα ως φόντο, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω το διήγημα του Ακουταγκάβα "Σ΄ ένα αλσύλλιο", που φθάνει στα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς σαν μαζί με το νυστέρι του χειρουργού, αποκαλύπτοντας τις περιπλοκές και τις συστροφές της. Οι παράξενες αυτές παρορμήσεις της ανθρώπινης καρδιάς θα εκφράζονταν με τη βοήθεια ενός πολύ μελετημένου παιχνιδιού φωτός και σκιάς.
Μια που θα είχα στην ταινία ανθρώπους παραστρατημένους να περιπλανιούνται σε μέρη ακόμη πιο άγρια από την αγριότητα της δικής τους καρδιάς, αποφάσισα να κάνω τα γυρίσματα σ' ένα μεγάλο δάσος. Διάλεξα το παρθένο δάσος στα βουνά που περιβάλλουν τη Νάρα και το δάσος που ανήκει στο ναό Κομγιότζι, έξω από την Κιότο.
Την εποχή εκείνη, το παρθένο δάσος της Νάρα φιλοξενούσε τεράστιο αριθμό από ιαπωνικά πεύκα και κυπαρίσσια, εξαίσιους κισσούς που από δέντρο σε δέντρο συστρέφονταν σαν τους πύθωνες· τα βαθιά βουνά του ήταν γεμάτα από κρυφές χαράδρες.
(...) Μια άλλη φορά η σελήνη πρόβαλε πίσω από το βουνό και για μια στιγμή είδαμε τη σιλουέτα ενός ελαφιού πολύ καθαρά κόντρα στο λαμπρό φως της. Συχνά, μετά το βραδινό φαγητό, ανεβαίναμε στο βουνό και κάτω από το φως της σελήνης σχηματίζαμε κύκλο και χορεύαμε. Τότε ήμουν νέος ακόμη και τα μέλη του συνεργείου ακόμη νεαρότερα και ξεχείλιζαν από υγεία. Η δουλειά μας γινόταν μέσα σ' ένα κλίμα ενθουσιασμού. Όταν μεταφερθήκαμε από τα βουνά της Νάρα στο δάσος του ναού Κομγιότζι της Κιότο, ήταν η εποχή της γιορτής Γκιον. Ο τρομερός καλοκαιριάτικος ήλιος μας χτυπούσε μ' όλη του τη δύναμη.
(...) Είχαμε φτιάξει ένα παράλληλο πρόγραμμα γυρισμάτων: τις ηλιόλουστες μέρες κάναμε γυρίσματα στο δάσος του ναού Κομγιότζι και τις συννεφιασμένες μέρες γυρίζαμε τις βροχερές σκηνές της πύλης του Ρασομόν. Επειδή, όπως σας έχω ήδη πει, η πύλη ήταν τεράστια, η δημιουργία τεχνητής βροχής ήταν μια ολόκληρη επιχείρηση. Είχαμε δανειστεί οχήματα της πυροσβεστικής και χρησιμοποιούσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε τις αντλίες της εταιρίας παραγωγής. Όταν όμως η κάμερα έβαζε μέσα στο οπτικό της πεδίο και το πάνω μέρος της πύλης με τον συννεφιασμένο ουρανό, το νερό που πετούσαμε με τις αντλίες δεν μπορούσε να "γράψει" κόντρα στον ουρανό. Βάλαμε λοιπόν στο νερό μαύρο μελάνι. Κάθε μέρα δουλεύαμε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από 85 βαθμούς Φαρενάιτ, μα όταν φυσούσε αέρας μέσα από την ορθάνοιχτη πύλη, μαζί μ' αυτή την τεράστια "βροχή" που ρίχναμε, μια ψύχρα διαπερνούσε το δέρμα μας.
(...) Και έπρεπε να σκεφτώ με ποιον τρόπο να χρησιμοποιήσω τον ήλιο καλύτερα. Αυτό συνιστούσε σημαντικό πρόβλημα αφού είχαμε πάρει την απόφαση να χρησιμοποιήσουμε το φως και τις σκιές του δάσους σαν τη βασική γραμμή που θα ακολουθούσε όλη η ταινία. Αποφάσισα να λύσω το πρόβλημα φιλμάροντας τον ίδιο τον ήλιο. Σήμερα πια δεν είναι ασυνήθιστο πράγμα να βάζεις την κάμερα να φιλμάρει κόντρα στον ήλιο, τότε όμως που γυρίζαμε τον "Ρασομόν" κάτι τέτοιο συνιστούσε ένα από τα ταμπού του κινηματογράφου. Πίστευαν μάλιστα τότε, ότι οι ακτίνες του ήλιου που πέφτουν κατευθείαν στο φακό της κάμερας θα μπορούσαν να κάψουν το ίδιο το φιλμ μέσα σ' αυτήν. Παρ' όλα αυτά, ο κάμεραμαν που είχα, ο Καζούο Μιγιαγκάβα, πήγε κόντρα σ' αυτή τη συμβατική αντίληψη και δημιούργησε υπέροχες εικόνες. Ιδιαίτερα μάλιστα το εισαγωγικό μέρος, όπου η κάμερα οδηγεί το θεατή, μέσα από το φως και τις σκιές του δάσους, σ' έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη ψυχή χάνει το δρόμο της, ήταν αληθινά κάτι το μαγευτικό.
(...) Είμαι κατασκευαστής ταινιών. Οι ταινίες είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνώ αληθινά.
Πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς τα του εαυτού μου μετά τον "Ρασομόν", είναι να ψάξει να με βρει στα πρόσωπα των ταινιών μου που γύρισα μετά απ' αυτή την ταινία - αν και ο Άνθρωπος είναι ανίκανος να ομιλεί με πλήρη τιμιότητα όταν αναφέρεται στον εαυτό του, εντούτοις είναι πολύ πιο δύσκολο να αποφεύγει την αλήθεια όταν αναφέρεται στον εαυτό του, εντούτοις είναι πολύ πιο δύσκολο να αποφεύγει την αλήθεια όταν προφασίζεται πως είναι κάποιος άλλος. Στην περίπτωση αυτή, ο Άνθρωπος συχνά αποκαλύπτει πολλά για τον εαυτό του μ' έναν τρόπο πολύ άμεσο. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο έκανα κι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να λέει περισσότερα πράγματα για ένα δημιουργό, από το ίδιο δημιούργημα του.
(Αποσπάσματα από το "Κάτι σαν αυτοβιογραφία" του Ακίρα Κουροσάουα, εκδόσεις Αιγόκερως, 1990, Μετάφραση: Μάκης Μωραΐτης)