του Jean Renoir
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Οι παρέες διαμορφώνουν τον κόσμο ολόκληρο, κάθε πόλη, κάθε χώρα. Μάλιστα, μερικές παρέες ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και γίνονται διεθνείς. Κάθε παρέα έχει τις συνήθειές της, την ηθική της, την δική της γλώσσα. Απλούστερα, κάθε παρέα έχει τους δικούς της κανόνες, κι αυτοί οι κανόνες κατευθύνουν το παιχνίδι. Όσο πιο μικρή παρέα, τόσο πιο αυστηροί κανόνες. Γι αυτό, οι ομάδες των πλούσιων, αυτών που παίζουν τένις και αγαπούν την ιππασία, δηλαδή τα μέλη μια κοινωνικής κάστας ζουν ακολουθώντας κώδικες που γίνονται αυστηρότεροι όσο αυτές οι κάστες απομακρύνονται από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Στον «Κανόνα του παιχνιδιού»/ La regle du jeu η κοινωνική κάστα που παρουσιάζεται αποτελείται από ανθρώπους πολύ πλούσιους, πολύ της μόδας. Δεν πρόκειται για κάποιους τυχάρπαστους, μα για την παλιά καλή μπουρζουαζία.
(...) Κανείς δεν ξέρει πώς δείχνει μια ταινία μέχρι να ολοκληρωθεί το μοντάζ.
Οι πρώτες προβολές του «Κανόνα» με γέμισαν αμφιβολίες. Ήταν ένα φιλμ του πολέμου, όμως δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά για τον πόλεμο. Επιφανειακά δείχνει ακίνδυνο, αλλά ουσιαστικά το στόρι επιτίθεται σε αυτή καθ’ εαυτή τη δομή της κοινωνίας. Κι όμως, στην αρχή νόμιζα πως δεν επρόκειτο για κάποια πρωτοποριακή δουλειά αλλά μια καλή μικρή ορθόδοξη ταινία. Ο κόσμος πηγαίνει στο σινεμά για να ξεχάσει τα καθημερινά του προβλήματα κι εγώ έχωσα το κοινό μέχρι το κεφάλι σε ακριβώς αυτές τις έγνοιες. Το φάσμα του επερχόμενου πολέμου έκανε τους ανθρώπους ακόμα περισσότερο εύθικτους. Παρουσίαζα συμπαθητικούς, ευχάριστους χαρακτήρες οι οποίοι βρίσκονταν σε μια κοινωνία σε διαδικασία αποσύνθεσης, με αποτέλεσμα να ήταν εξ αρχής ηττημένοι. Αυτό, το αντιλήφθηκαν αμέσως οι θεατές. Η αλήθεια είναι πως αναγνώρισαν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Όποιος θέλει να αυτοκτονήσει δεν ενδιαφέρεται να το κάνει δημοσίως.
(...) Έμεινα κυριολεκτικά άναυδος όταν συνειδητοποίησα πλέον πως αυτό που σκόπευα να γίνει μια ευχάριστη ταινία προσέγγισε τους περισσότερους με λάθος τρόπο. Η αποτυχία ήταν παταγώδης και η αντίδραση ήταν ένα είδος αποστροφής. Με την εξαίρεση μερικών ευνοϊκών σχολίων, το σύνολο του κοινού αντιμετώπισε το φιλμ ως προσωπική προσβολή. Δεν ήταν κάτι οργανωμένο, οι εχθροί μου δεν είχαν καμιά ανάμιξη σε αυτή την αποτυχία. Σε κάθε προβολή που παρακολουθούσα μπορούσα να νιώσω την ομόφωνη αποδοκιμασία εκ μέρους των θεατών. Προσπάθησα να σώσω την κατάσταση μοντάροντας μια συντομότερη βερσιόν, αφαιρώντας κατά βάση τις σκηνές στις οποίες πρωταγωνιστούσα λες και ντρεπόμουν να δείξω τον εαυτό μου στην οθόνη μετά από τέτοια απόρριψη. Ήταν ανώφελο. Η ταινία πήγε άπατη χαρακτηρισμένη τελεσίδικα ως «υποσκάπτουσα την ηθική».
Έχουν διατυπωθεί διάφορες εξηγήσεις για αυτή την αντιμετώπιση. Από την μεριά μου πιστεύω πως η αντίδραση οφείλεται στην ευθύτητά μου. Το φιλμ ακολουθεί τις αρχές με τις οποίες μεγάλωσα από μικρός. Ως παιδί, μεγάλωσα με τους γονείς μου, ανθρώπους ανίκανους να κάνουν τα στραβά μάτια μπροστά στην αλήθεια πίσω από την μάσκα. Για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της μόδας, η ζωή με την οικογένεια βασιζόταν στην «απομυθοποίηση». Κι ήμουν πολύ τυχερός που διδάχθηκα να βλέπω τα πράγματα ξεπερνώντας τις αυταπάτες της νιότης. Στον «Κανόνα», πέρασα αυτά που γνώριζα στο κοινό. Αυτό όμως δυσαρεστεί τους ανθρώπους, η αλήθεια τους κάνει να νιώθουν άβολα.
Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα έδινα μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ο «Κανόνας» προβαλλόταν σε μια κοντινή αίθουσα. Οι φοιτητές χειροκροτούσαν με το τέλος της ταινίας. Από τότε η φήμη της ταινίας μεγαλώνει σταθερά. Αυτό που για την κοινωνία του 1939 συνιστούσε προσβολή, 25 χρόνια μετά, αναγνωρίστηκε ως καθαρή ματιά.
(πηγή δελτίο τύπου)