(Για την ταινία Je veux voir των Joana Hadjithomas & Khalil Joreige)
Στην ταινία «Notre Musique» του Γκοντάρ (Jean-Luc Godard) μια δημοσιογράφος επισκέπτεται το Σεράγεβο γιατί θέλει να δει έναν τόπο, όπου η συμφιλίωση είναι δυνατή. H επίσκεψη βέβαια αυτή αποτελεί εξαίρεση, αφού όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης, «όταν ένας πόλεμος τελειώνει, οι δημοσιογράφοι δεν επισκέπτονται πια τη χώρα. Είναι τότε που ξεκινά το Καθαρτήριο».
Στην ταινία “Je veux voir” των Λιβανέζων δημιουργών Joana Hadjithomas & Khalil Joreige η Catherine Deneuve, μια γυναίκα- μύθος του γαλλικού σινεμά που βρίσκεται στη Βηρυττό, έναν ανάλογο τόπο- Καθαρτήριο, δηλώνει από την πρώτη κιόλας σκηνή με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα ότι «θέλει να δει». Η φράση αυτή, που αντιστέκεται στις ενστάσεις των άλλων, μένει μετέωρη πάνω από μια πόλη που έχει βγει από έναν ακόμα πόλεμο.
Η ταινία
Το «Je veux voir» μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος κινηματογραφικού εγχειρήματος στο οποίο τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ συχνά συγχέονται. Η ταινία, που μας αποκαλύπτει από την αρχή τη διαδικασία κατασκευής της, προκύπτει από μια διαδρομή μέσα από τα βομβαρδισμένα από τους Ισραηλινούς προάστια της Βηρυττού, ως τα νότια σύνορα της χώρας με το Ισραήλ. Οι ήρωες, η Γαλλίδα ηθοποιός Catherine Deneuve και ο Λιβανέζος καλλιτέχνης και ηθοποιός Rabih Mroue, φαίνονται να αυτοσχεδιάζουν υποδυόμενοι απλά τον εαυτό τους. Υιοθετούν όμως κι ένα ρόλο που υπαγορεύεται από τις ανάγκες μιας στοιχειώδους μυθοπλασίας. Μέσα από τις ελάχιστες κουβέντες τους, τα βλέμματα και τις σιωπές τους, αναφαίνονται τα ίχνη μιας κατάστασης ενδιάμεσης, μεταξύ καταστροφής και αναδόμησης. Αλλά παράλληλα υφαίνεται και μια σχέση, ένα πλησίασμα πιο προσωπικό, που μέχρι το τέλος της ταινίας μένει ανεξιχνίαστο.
Η διαδρομή
Η κάμερα παρακολουθεί την περιπλάνηση των ηρώων σε ένα ρευστό μεταπολεμικό τοπίο, ανασφαλές και μεταβαλλόμενο. Ένα τοπίο που ξετυλίγεται μέσα από ένα συνεχές travelling, καθώς οι ήρωες διατρέχουν με αυτοκίνητο τους δρόμους της πόλης και της υπαίθρου. Μια τεχνική λήψης που συναντάμε και στην προηγούμενη ταινία τους «A perfect day», όπου κι εκεί υπάρχει το στοιχείο της περιπλάνησης μέσα στην πόλη της Βηρυττού.
Γκρεμισμένα από τους βομβαρδισμούς κτήρια, ανασκαμμένα εδάφη που χάσκουν σα ζωντανές πληγές, υπολείμματα νοικοκυριών, άνθρωποι που κινούνται στα χαλάσματα, άλλοτε μέσα από το βλέμμα της κάμερας - που ταυτίζεται με αυτό της ηθοποιού- κι άλλοτε ως αντανάκλαση πάνω στο τζάμι του αυτοκινήτου, που σα ζωντανή οθόνη κινείται αργά στους χαοτικούς δρόμους της Βηρυττού. Και πίσω από το τζάμι το πρόσωπο της Ντενέβ, μιας εικόνας του παγκόσμιου σινεμά, γίνεται ο τελικός καθρέφτης μιας τραυματισμένης αλλά δυναμικής καθημερινότητας.
Η άφιξη στο κατεστραμμένο χωριό του ήρωα προκαλεί περισσότερο αμηχανία παρά συναισθηματική φόρτιση, ενώ η παρέκκλισή τους σε μια ναρκοθετημένη περιοχή έρχεται σα συνέπεια της αναστάτωσης που δημιουργεί μια λανθάνουσα ερωτική εξομολόγηση. Είναι εδώ που ο κινηματογράφος γίνεται ιδιαίτερα παρών, μέσα από τον εκτός κάδρου μονόλογο της «Ωραίας της ημέρας» που απαγγέλλεται από τον ήρωα προς την αγαπημένη του ηθοποιό. Κι ενώ το τοπίο σταδιακά γίνεται όλο και πιο απόκοσμο, σχεδόν εξωπραγματικό, η κάμερα παρατηρεί αργά την αποσύνθεση και εξαφάνιση μιας ολόκληρης πόλης μετά τον πόλεμο.
Ο κινηματογράφος-μάρτυρας
Η ταινία διαπραγματεύεται θέματα οικεία κι από προηγούμενες ταινίες και project των δημιουργών. Η διαχείριση του παρελθόντος, η επώδυνη εμπειρία της εξαφάνισης και καταστροφής του οικείου χώρου ως συνέπεια του πολέμου, αλλά κυρίως η συνειδητή απώθηση της μνήμης στη μετά τον πόλεμο εποχή, επανέρχονται κι εδώ. Μόνο που τώρα τίθεται ένα καθαρά γκονταρικό ερώτημα. Μπορεί ο κινηματογράφος, πέρα από τη laissez-passer λειτουργία του, πέρα από τη δυνατότητά του να περνάει τα όρια (ή να φτάνει στα άκρα) -όπως στην περίπτωση που οι δύο ήρωες περπατούν σε απαγορευμένη ζώνη- να γίνει μάρτυρας μιας πραγματικότητας; Εκεί που η αφήγηση και η εικόνα έχουν εξαντληθεί ως μέσα, μπορεί ένα μη συμβατικό σινεμά να διεισδύσει στις λανθάνουσες παραμέτρους του δράματος; Στην ίδια την ιστορία; Μια ιστορία που θάβεται μαζί με τα ερείπια του πολέμου;
Ίσως η εικόνα- και ειδικά στην εκδοχή της στημένης τηλεοπτικής σκηνοθεσίας- να αδυνατεί να δείξει τα γεγονότα που πραγματικά τραυμάτισαν έναν τόπο. Στην περιήγηση του Je veux voir η ταινία πατάει στο τετελεσμένο παρόν. Χωρίς σχόλια ή εξάρσεις,- με εξαίρεση τη σκηνή των χαμηλών πτήσεων των ισραηλινών αεροπλάνων-, μας καλεί όχι απλά να κοιτάξουμε αλλά να δούμε, όπως η γαλλίδα ηθοποιός. Θέτει ερωτήματα και υποβάλλει συναισθήματα και ιδέες που μένουν μετέωρα πάνω από έναν τόπο δοκιμαζόμενο.
Το ανήσυχο βλέμμα
Το Je veux voir, ξεφεύγει από τις συνήθεις αναπαραστάσεις μεταπολεμικών τοπίων και αισθημάτων. Σε αυτό δεν υπάρχει η αυστηρή καθοδήγηση ενός σεναρίου, αλλά οι υποδείξεις μιας κατεύθυνσης, μιας συνάντησης. Από τη συνάντηση αυτή γεννιέται και η ταινία που ακολουθεί γραμμικά μια διαδρομή. Η δυναμική όμως της ταινίας βρίσκεται, πέρα από την ονειρική δύναμη των εικόνων της, στον ίδιο τον τίτλο της, σε αυτή δηλαδή την ειλικρινή περιπέτεια του βλέμματος. Μια περιπέτεια, που στο τέλος της ταινίας καταφεύγει με καθαρά μυθοπλαστικό τρόπο στην αναζήτηση του άλλου. Το βλέμμα της γαλλίδας σταρ γίνεται έτσι, όχι απλά το μέσο μιας άλλου είδους απεικόνισης αλλά και φορέας μιας επιθυμίας. Ίσως εδώ τελικά να έγκειται και η μαγεία του κινηματογράφου.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]