του David McKenzie
Βασισμένη σ' ένα μυθιστόρημα του Alexander Trocchi, η ταινία του David McKenzie έχει στο κέντρο της ένα νεαρό άνδρα που έχει επιλέξει να ζει μια ζωή χωρίς δεσμεύσεις.
O Τζο, ένας άνθρωπος χωρίς ρίζες που περιπλανάται από τόπο σε τόπο, πιάνει δουλειά σε μία μαούνα που πλέει μεταξύ Γλασκόβης και Εδιμβούργου και γνωρίζει τους ιδιοκτήτες της, τον Λέσλι και τη γυναίκα του, Έλα. Ένα μεσημέρι θα εντοπίσει το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας να επιπλέει στο κανάλι. Τα ερωτηματικά για το τι έχει συμβεί είναι πολλά Ποία ήταν; Τι της συνέβη; Ήταν ατύχημα, αυτοκτονία ή φόνος; Καθώς η αστυνομία διεξάγει έρευνες και συλλαμβάνει έναν ύποπτο, εμείς ανακαλύπτουμε μέσα απο διαδοχικά φλασ μπακ ότι ο Τζο δεν είναι και τόσο αθώος: γνωρίζει περισσότερα για το συμβάν απ’ ό,τι αφήνει να εννοηθεί . Εν τω μεταξύ ο Τζο και η Έλα αναπτύσσουν μία σιωπηλή έλξη ο ένας για τον άλλον και κλειστοφοβικές εντάσεις κυριαρχούν τους στα τρία πρόσωπα που βρίσοκονται υπό περιορισμό στο πλοίο…
Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου (2003) με το βραβείο της καλύτερης ταινίας.
Σε δηλώσεις του στο περιοδικό Sight and Sound, (September 2003) ο David Mc Kenzie εξηγεί: "Με προσέλκυσε το περιεχόμενο του βιβλίου -δεν είχα κάποια εμμονή για τον συγγραφέα του Trocchi. Εντυπωσιάστηκα από τον ανήθικο τόνο του και αίσθηση της μελαγχολικής, σκοτεινής, βιομηχανικής Σκοτίας. Δεν φαινόταν νοσταλγική αυτή η αίσθηση, αλλά είχε ένα στεγνό, ποιητικό αισθησιασμό. Και είχα πέρασει διακοπές στην παιδική ηλικία μέσα στα κανάλια και σαγηνεύτηκα απ' αυτούς τους παρηκμασμένους και συχνά επικίνδυνους δρόμους ανάμεσα στις πόλεις.
Στο φόντο της ταινίας υπάρχει μια ηθικά καταπιεσμένη πολιτική κουλτούρα, η νοοτροπία του ομαδικού λιντσαρίσματος που δεν την προβάλλουμε παρά στην σκηνή της παμπ όπου λένε "κρεμάστε τον μπάσταρδο". Αυτή η "ηθική" που καλλιεργούν οι εφημερίδες είναι η γεύση του σήμερα. Και η ιδέα για το αν κάποιος θα πράξει το σωστό - όπως στην περίπτωση του Τζο που είναι φανερό ότι ήξερε τη νεκρή γυναίκα- είναι πάντα ένα αιώνιο θέμα."
Για το μυθιστόρημα δηλώνει: "Μου άρεσε το μυθιστόρημα έτσι δεν είχα κανένα πρόβλημα να προσπαθήσω να μεταφέρω όσο μπορούσα περισσότερο στην οθόνη. Ωστόσο άλλαξα κάποια συγκεκριμένα στοιχεία όπως το πιο εμφανές: την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Όταν έχεις μια πολυ υποκειμενική αντίληψη του κόσμου οι χαρακτήρες δεν ζωντανεύουν πραγματικά. Επίσης υπέθεσα αρκετά από τα στοιχεία του χαρακτήρα της Κάθι και προσπάθησα να τα κάνω πιο πολύ μια παράλληλη ιστορία παρά μια σειρά από αναδρομές στο παρελθόν. Προσπάθησα να φανερώσω περισσότερο απ' αυτά που είναι κρυμμένα στο μυθιστόρημα: τολμώ να το πω, την ερωτική ιστορία."
«Για μένα η ιστορία έχει να κάνει με τις βαθμίδες αθωότητας που υπάρχουν σε ένα υποκριτικά ηθικό περιβάλλον», λέει ο σκηνοθέτης, David McKenzie. «Ο Trocchi εστιάζει την προσοχή σε μία κοινωνία η οποία απεικονίζεται με την μορφή πικραμένου, διψασμένου για κουτσομπολιό και καταπιεσμένου όχλου, του έτοιμου να λιντσάρει. Δέχεται καταιγισμό από δήθεν ηθικές ιστορίες από τον κίτρινο τύπο και ανυπομονεί με πάθος να μετατρέψει το σεξ σε εγκληματική πράξη. Μιλάμε για το 1950 αλλά οι πιο κυνικοί ανάμεσά μας θα κάνουν έναν παραλληλισμό με την σύγχρονη κοινωνία.»
Ο McKenzie γοητεύτηκε από την ιδέα μιας τέτοιας ταινίας, επειδή «το είδα ως ευκαιρία να εξερευνήσω τη σκοτεινή πλευρά της ηθικής. Βρίσκω ενδιαφέρον στους ηθικά αμφιλεγόμενους χαρακτήρες με ανθρώπινες αδυναμίες. O Nεαρός Αδάμ είναι μία αμοραλιστική ιστορία ηθικής κι αυτό ακριβώς την κάνει συναρπαστική. Ο Τζο μονίμως τρέχει για να ξεφύγει από τον εαυτό του και από την ηθική του. Είναι επαναστατικός, ανεύθυνος και επικίνδυνος. Είναι όμως και ένας παρατηρητικός ηδονιστής σε ευάλωτη κατάσταση. Απέχει κατά πολύ από την αθωότητα χωρίς όμως να είναι ένοχος.»
Κατά τη διάρκεια της ταινίας ο Τζο απεγνωσμένα αναζητά την ηδονή μέσω αλυσιδωτών σεξουαλικών συναντήσεων που όμως τον οδηγούν σε αυξανόμενο συναίσθημα ανεκπλήρωτου πόθου. «Ο Τζο χρησιμοποιεί το σεξ για να καλύψει το συναισθηματικό κενό στη ζωή του,» συνεχίζει οMcKenzie, «αν και τίποτα δεν μπορεί στ’ αλήθεια να το καλύψει.»
Μία συγκεκριμένη ερωτική σκηνή στην ταινία θα προκαλέσει. Ο McKenzie μιλά γι’ αυτήν: «Η σκηνή είναι το προτελευταίο φλάσμπακ στην ιστορία της Κάθι και του Τζο και κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο αποτελεί και το πιο ρομαντικό στοιχείο στην ταινία. Είναι μια σκηνή για το υπερβολικό στη σχέση τους κατά την οποία η εσωτερική σύγχυση του Τζο κορυφώνεται με μία πράξη σεξουαλικής βαρβαρότητας. Παρά το αμφιλεγόμενο γέλιο και την παθητική συναίνεση της Κάθι, πρόκειται για ένα περιστατικό που ξεπερνά τα επιτρεπτά όρια μίας σχέσης, ακόμα κι όταν πρόκειται για μία σεξουαλικά τόσο περιπετειώδη σχέση όσο είναι η δική τους. Η σκηνή αυτή έχει τοποθετηθεί στο σημείο εκείνο στην ταινία όπου ο Τζο βρίσκεται σε ενεργή επαφή με τις ενοχές του και θέλει να δείξει πως μπορεί να μην είναι ένοχος για το φόνο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας αθώος άνδρας. Είναι σχεδιασμένη να φέρει στο κοινό αποστροφή προς το πρόσωπο του Τζο και στη συνέχεια να μας υπενθυμίσει ακριβώς πόσα σήμαινε η Κάθι γι’ αυτόν.»
«Θέλαμε να είμαστε απτόητα κτηνώδεις και ερωτικοί στη σκηνή αυτή. Το συζητήσαμε και κάναμε κάποιες πρόβες, αλλά πόσο μπορείς να προετοιμαστείς για μια τόσο δύσκολη σκηνή; Μετά κλείσαμε το σετ στο υπόλοιπο συνεργείο και γυρίσαμε την σκηνή σε δύο μόνο λήψεις. Αυτό ήταν όλο. Ο Ewan (McGregor) και η Emily (Mortimer) ήταν πολύ γενναίοι και δόθηκαν στην σκηνή απόλυτα.»
Η ζωή και το έργο του Alexander Trocchi
Η ζωή του Alexander Trocchi (Αλεξάντερ Τρόκι) θυμίζει κινηματογραφικό σενάριο. Οι φράσεις “αλλοπρόσαλλη ιδιοφυΐα” και “βασανισμένος καλλιτέχνης” έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν τον αινιγματικό Σκoτσέζο συγγραφέα. Χρόνια εθισμένος στην ηρωίνη, ο απόλυτα μποέμ συγγραφέας συχνά κατέφευγε σε απελπισμένες ενέργειες για να βρει χρήματα – ποτέ όμως δεν έχασε την ικανότητά του να δημιουργεί έντονους και καυστικούς χαρακτήρες. Η Emily Mortimer που υποδύεται την τραγική φιγούρα της Κάθι παρατηρεί: «Όσο πιο πολλά μαθαίνεις για τον Trocchi, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιείς πως ζούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έγραφε, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ζωή του να παίρνει διαστάσεις έργου τέχνης».
Από το θάνατό του το 1984 ο Trocchi έχει αποκτήσει καλτ στάτους ενώ πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς έχουν αντλήσει έμπνευση από το έργο του.
Ο Alexander Trocchi γεννήθηκε στη Γλασκόβη το 1925 από Σκοτσέζα μητέρα και Ιταλό πατέρα και σπούδασε καλές τέχνες. Το 1950 δούλεψε ως αρχισυντάκτης του αβάν γκαρντ λογοτεχνικού περιοδικού Μέρλιν στο Παρίσι το οποίο δημοσίευε κομμάτια των Ζαν Πολ Σαρτρ, Σάμιουελ Μπέκετ και Ζαν Ζενέ. Το 1955, όταν το περιοδικό έπαψε να εκδίδεται, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου η εξάρτησή του στην ηρωίνη έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Σύντομα η ζωή του βγήκε εκτός ελέγχου – έγραφε πορνογραφήματα και εξέδιδε την γυναίκα του για να εξασφαλίζει χρήματα για τη δόση του. Η ηρωίνη έγινε το μοναδικό του μέλημα και υπερασπιζόταν τις παρενέργειές της ευλαβικά γι’ αυτό και θεωρείται αξιοθαύμαστο ότι τότε έγραψε δύο από τα κλασικότερα μυθιστορήματα του, τα “O Nεαρός Αδάμ” και το ημι-αυτοβιογραφικό “Βιβλίο Του Κάιν”. Κατέληξε στη Βρετανία με μοναδικό σύντροφο την πρέζα μέχρι που πέθανε από πνευμονία το 1984.
(Πηγή: Δελτίο τύπου και περιοδικό Sight and Sound)