Η Αμνηστία είναι το χρονικό ενός καταδικασμένου έρωτα, που αγγίζει τα όρια της τραγωδίας, με φόντο τις σαρωτικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη μετα-κομμουνιστική Αλβανία. Μια σκοτεινή διαδρομή όπου η προσωπική μοίρα των ηρώων της συναντιέται με το αναπόδραστο βάρος μιας ιστορικής στιγμής. Όταν για πρώτη φορά δίνεται το δικαίωμα στους φυλακισμένους να έχουν σεξουαλικές επαφές με τους συζύγους τους μέσα στη φυλακή, η Έλσα και ο Σπετίμ επισκέπτονται κάθε μήνα τους έγκλειστους συζύγους τους. Σε μια από τις επισκέψεις τους γνωρίζονται τυχαία και ξεκινούν μια σχέση που αλλάζει για πάντα τη ζωή τους. Όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να προσφέρει αμνηστία στους κρατουμένους όλα γκρεμίζονται.
Ο σκηνοθέτης Μπουγιάρ Αλιμάνι (Bujar Alimani) σημειώνει: "Η Έλσα και ο Σπετίμ κουβαλάνε τις ιστορίες πολλών ανθρώπων που γνώρισα στην πατρίδα μου. Οι ήρωες προέρχονται από το βαθύ περιθώριό της, εκεί όπου οι άνθρωποι αγαπούν, πονάνε, ταξιδεύουν. Και οι δύο τους έχουν κάθε λόγο να μην είναι μαζί και όλους τους λόγους να είναι μαζί. Η γυναίκα προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τον έρωτα και ο άντρας να βρει τον χαμένο του εαυτό. Αναζητούν καθαρές σταγόνες σε μια λάσπη ζωής που τους πνίγει. Η παλιά Αλβανία συγκρούεται με την καινούργια. Το ηθικό παλεύει με το πάθος και το τίμημα είναι βαρύ. Όλα αυτά σε μια Αλβανία η οποία προσπαθεί να βρει το πρόσωπο της στον δρόμο προς την Ευρώπη."
Σε κείμενο στον κατάλογο του τμήματος Forum του Φεστιβάλ Βερολίνου, η Anna Hoffman μεταξύ άλλων γράφει «Χρησιμοποιώντας εικόνες που κόβουν την ανάσα χωρίς περιττά στολίδια, η Αμνηστία παρουσιάζει τη ζωή των πρωταγωνιστών της στη σημερινή Αλβανία, σημαδεμένη από την ανεργία, τις οικονομικές δυσκολίες και τις πατριαρχικές δομές: οι πρόσφατα απολυμένοι εργάτες κλωστοϋφαντουργίας που κάνουν ουρά για να πάρουν την αποζημίωσή τους, η ετοιμόρροπη κουζίνα του νοσοκομείου, μια συνέντευξη τύπου εφημερίδας, ένας τυραννικός πεθερός που συμπεριφέρεται ως ο φύλακας της ηθικής τάξης, τα επαναλαμβανόμενα πλάνα δρόμων και κτηρίων. Η χρήση των χρωμάτων, ειδικά στις λήψεις στη φυλακή, θυμίζει το ρεαλισμό και τη μοναξιά των ηρώων του Έντουαρντ Χόπερ. Έτσι, ο σκηνοθέτης δεν δημιουργεί απλά ένα πανόραμα της αλβανικής κοινωνίας, αλλά αφηγείται μια ιστορία αγάπης που ενέχει το στοιχείο της τραγωδίας».
(πηγή δελτίο τύπου)