Στην ταινία Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία (Trois Couleurs: Bleu, 1993) του Κριστόφ Κισλόφσκι/ Krzysztof Kieslowski συναντάμε μια σκηνή που βρίσκεται εκτός αφηγηματικής γραμμής και δείχνει, σε μια πρώτη προσέγγιση, να μην υπακούει και σε καμία δραματουργική αναγκαιότητα. Η ηρωίδα (Ζυλιέτ Μπινός/ Juliette Binoche) βρίσκεται στο παγκάκι ενός πάρκου και παρατηρεί τον κόσμο γύρω της. Ξεχωρίζει από το πλήθος μια ηλικιωμένη κυρία, που προχωρά με αργό ρυθμό προς ένα κάδο ανακύκλωσης σκουπιδιών. Μετά από μια προσπάθεια που μοιάζει δυσβάστακτη και καταβάλλοντας μεγάλο κόπο, ρίχνει στον κάδο ένα άδειο μπουκάλι.
Μέσα από τις περίεργες διαδρομές του χρόνου και της μνήμης, η σκηνή αυτή φαίνεται ότι αποτελεί αντανάκλαση μιας ανάμνησης του σκηνοθέτη από τα χρόνια του στην σχολή κινηματογράφου του Λοτζ (το απόσπασμα που ακολουθεί εκθέτει αυτήν την ανάμνηση). Αντανάκλαση ανάμνησης, που μεταποιήθηκε μέσα από το προσωπικό βλέμμα του σκηνοθέτη, αρκετές δεκαετίες αργότερα σ’ ένα μικρό στιγμιότυπο σε μια ταινία γυρισμένη στο Παρίσι...
Όπως όμως και να ’χουν τα πράγματα, η ιστορία που ακολουθεί είναι συγκλονιστική και γεμάτη σημασίες από μόνη της...
Δ. Μ.
Krzysztof Kieslowski: “Υπήρχε κι άλλο παιχνίδι που παίζαμε. Ήταν μια γυναίκα, που ζούσε δίπλα στη σχολή. Ο δρόμος κοντά στη σχολή ήταν αρκετά φαρδύς σ’ ένα σημείο, επειδή υπήρχε ένα πάρκο εκεί. Είχε πλάτος κάπου είκοσι πέντε μέτρα, ας πούμε. Σε κάθε μέτρο κάναμε από ένα σημάδι στο δρόμο - ένα σημάδι με κιμωλία. Από τη μια μεριά του δρόμου ήταν το σπίτι της γριάς -από την άλλη, το πάρκο. Και ακριβώς εκεί που άρχιζε το πάρκο, υπήρχαν τα δημόσια αποχωρητήρια, όπου έπρεπε να κατέβεις κάμποσα σκαλιά κάθε φορά που ήθελες να κατουρήσεις.
Γύρω στις δέκα το πρωί, όταν συναντιόμαστε για το πρόγευμά μας, αυτή η γριά έβγαινε από το σπίτι της (το οποίο προφανώς δεν είχε τουαλέτα) και πήγαινε στα δημόσια αποχωρητήρια. Θα πρέπει να ’ταν πολύ γριά, γιατί έσερνε με τεράστιο κόπο τα βήματά της. Το παιχνίδι μας ήταν να βγαίνουμε κάθε μια ώρα, στο τέλος του μαθήματος, και να τσεκάρουμε μέχρι ποίο σημάδι μέτρου είχε φτάσει. Περπατούσε τόσο πολύ σιγά, ώστε της έπαιρνε οκτώ ώρες ώσπου να φτάσει στα αποχωρητήρια, μερικές φορές επτά, άλλες, έξι. Μετά, είχε να κατέβει τα σκαλιά -έπειτα, να τα ξανανέβει. Αργά το απόγευμα, λίγο πριν βραδιάσει, γύριζε ξανά στο σπίτι της. Έπεφτε στο κρεβάτι. Κοιμόταν. Το πρωί ξανασηκωνόταν και ξαναπήγαινε στα αποχωρητήρια. Κι εμείς βάζαμε στοιχήματα -όχι για λεφτά φυσικά, αλλά για την πλάκα μας μόνο- σε ποίο σημάδι θα έφθανε η γρια, ας πούμε στις δώδεκα το μεσημέρι. Εγώ θα ’λεγα το τέταρτο, κάποιος άλλος, το τρίτο, ένας άλλος, το έκτο. Κι έπειτα βγαίναμε έξω να ελέγξουμε μέχρι που είχε φτάσει.”
(Από το βιβλίο Krzysztof Kieslowski, 36ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995)