των Jean-Pierre & Luc Dardenne
«Στη διάρκεια της ζωής μας είμαστε όλοι γονείς ή παιδιά» έχουν πει οι αδελφοί Dardenne. Πάνω σε αυτή την απλή αλήθεια, που διαπερνάει όλο τους το έργο, φαίνεται να εστιάζουν και πάλι. «Το παιδί με το ποδήλατο» αποτελεί τη συνέχεια αλλά και τη συμπύκνωση του κινηματογραφικού τους έργου, ανακαλώντας εικόνες και θεματικές γνωστές από προηγούμενες ταινίες τους. Ταυτόχρονα όμως το κινηματογραφικό τους σύμπαν εδώ φωτίζεται και χρωματίζεται από ένα λιγότερο αποστασιοποιημένο ύφος.
Ένα εντεκάχρονο αγόρι αναζητάει απεγνωσμένα τον πατέρα του, αρνούμενο να αποδεχτεί ότι αυτός το εγκατέλειψε σε ένα οικοτροφείο χωρίς καμία προειδοποίηση, αλλά και χωρίς να του παραδώσει το αγαπημένο του ποδήλατο. Μια γυναίκα που θα βρεθεί τυχαία στο δρόμο του θα το βοηθήσει –με προσωπική αυταπάρνηση-να αντιμετωπίσει τη σκληρή αλήθεια, να ξεπεράσει τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις και να βρει την ασφάλεια και προστασία που ενδόμυχα λαχταρούσε. Μια ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κοινωνικό μελόδραμα γίνεται -μέσα από την καθαρά ρεαλιστική γραφή των Dardenne - αφορμή για εμβάθυνση σε ένα θέμα που απασχολεί σταθερά τους δυο δημιουργούς. Αυτό της οικογένειας και της γονικής ευθύνης. Και βέβαια τίθεται και πάλι η προβληματική ενός διλήμματος και μιας προσωπικής επιλογής μέσα σε ένα περιθωριακό κοινωνικό περιβάλλον, θεματικές που επανέρχονται στο ανθρωποκεντρικό σινεμά των Βέλγων σκηνοθετών.
Στο «παιδί με το ποδήλατο» είναι κυρίαρχη η αίσθηση της συνεχούς μετακίνησης. Η κάμερα ακολουθεί από κοντά τον κεντρικό χαρακτήρα, ο οποίος επιδίδεται σε ένα συνεχές κυνηγητό. Από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή ο μικρός ήρωας δραπετεύει από τόπους που τον εγκλωβίζουν, για να συλληφθεί και να αποδράσει ξανά, σε μια αέναη προσπάθεια αναζήτησης της ιδανικής εστίας. Στον αγώνα του αυτό το ποδήλατο δεν αποτελεί μόνο το μέσο που τον συνδέει με τον πατέρα, αλλά και κινητήρια δύναμη της αφήγησης. Η κίνηση του ποδηλάτου προωθεί τη δράση και ταυτίζεται με την ίδια την εσωτερική δύναμη του παιδιού, την ανεξάντλητη και επίμονη ενέργεια που το οδηγεί κάθε φορά στους επιθυμητούς τόπους. Αυτή η ρέουσα διαδοχή εικόνων και συναισθημάτων, η οποία δημιουργεί και ένα είδος σασπένς, διατρέχεται από μια σειρά δίπολων: την ελπίδα και την απογοήτευση, το έγκλημα και την τιμωρία, τη μετάνοια και τη λύτρωση. Με το γνωστό νατουραλιστικό τους ύφος και με εντυπωσιακή οικονομία μέσων οι Dardenne εστιάζουν στο ουσιαστικό-την απόγνωση από την πατρική απόρριψη αλλά και την προσαρμοστικότητα του παιδιού σε νέα περιβάλλοντα - με τον πιο άμεσο και συγκλονιστικό τρόπο. Μπορεί να εγκαταλείπουν παλιές συνήθειες, όπως την προσκόλληση της κάμερας στα πρόσωπα ή να υιοθετούν κάποιες νέες, όπως τη συγκρατημένη εισαγωγή της μουσικής σε κομβικά σημεία της αφήγησης, διατηρούν όμως την ίδια αίσθηση του απέριττου μέσα από τους λιτούς διαλόγους και το κοφτό μοντάζ. Τα άχρωμα προάστια της βιομηχανικής πόλης του Σερένγκ αποκτούν τώρα ένα πιο έντονο χρώμα, ενώ τα σύντομα μουσικά διαλείμματα από το πέμπτο κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν έρχονται σα μελαγχολικό άγγιγμα ψυχής, «χάδι παρηγοριάς για τον μικρό ήρωα».
Αυτό όμως που προσδίδει έναν πιο συναισθηματικό τόνο στην ταινία είναι το παραμυθικό στοιχείο που εισάγεται με το ρόλο της ηρωίδας. Το παιδί-αγρίμι καταφεύγει στην αγκαλιά της «καλής νεράιδας», η οποία όχι μόνο του προσφέρει με βιβλική ανιδιοτέλεια προστασία από τον έξω κόσμο, αλλά και το βοηθάει με τη στάση της να ενηλικιωθεί. Χωρίς να φωτίζονται ποτέ τα ιδιαίτερα κίνητρα της γυναίκας που αναλαμβάνει το ρόλο της μητέρας και του πατέρα μαζί , μια μυστική σχεδόν υπόγεια επικοινωνία-συμφωνία κτίζεται ανάμεσα στους δύο. Επιπλέον τόσο η ιστορία όσο και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν κάτι από τον αλληγορικό χώρο του παραμυθιού. Οι καλοί και οι κακοί είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτοι και οι τόποι αποκτούν συμβολική σημασία. Το δάσος ως τόπος ελευθερίας εγκυμονεί κινδύνους, η συμμορία των νεαρών λειτουργεί ως διαρκής απειλή, ενώ ο αρχηγός τους ως πειρασμός που προσπαθεί να παρασύρει το παιδί σε έναν κύκλο βίας. Ωστόσο παρά την απλότητα στην αφήγηση και την απομάκρυνση από παλιότερες κινηματογραφικές τεχνικές οι Dardenne παραμένουν πιστοί στις βασικές τους αρχές : την αίσθηση αβεβαιότητας που πλανάται πάνω από τους ήρωες, την ειλικρίνεια με την οποία αποδίδονται οι χαρακτήρες , την έλλειψη οποιασδήποτε ωραιοποίησης ή διδακτισμού. Ένας κόσμος ψυχικά τραυματισμένος, με τις παθογένειες και τα αδιέξοδά του ,ο οποίος αφήνεται να κριθεί από το θεατή .
Το παιδί με το ποδήλατο δεν τρέφει ψευδαισθήσεις, επιμένει ωστόσο να αποζητάει την κανονικότητα και την ηθική τελείωση. Αποτελεί γιαυτό τον υπέρτατο νταρντενικό ήρωα. Με κουρασμένο βλέμμα αλλά και συσσωρευμένο θυμό πλησιάζει, συναντιέται και συμπληρώνει όλους τους έφηβους που μέσα από τις ταινίες των Βέλγων αδελφών διέσχισαν μία δύσκολη διαδρομή στην πορεία τους προς την ενηλικίωση. Από το νεαρό στο μηχανάκι της «Υπόσχεσης»(1996) ως τη «Ροζέττα» (1999) και από το «Γιο» (2002) ως το «Παιδί» (2005)-του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί η κινηματογραφική συνέχεια- οι Dardenne εξακολουθούν με την ίδια εμμονή να προσβλέπουν σε έναν κόσμο που δεν πιστεύει σε θαύματα αλλά στηρίζεται στη συνειδησιακή ωρίμανση και στην καλοσύνη των άλλων.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]