(Γιούγκοφιλμ)
του Goran Rebic
Μια οικογένεια γιουγκοσλάβων μεταναστών στη Βιέννη, το 1991. Οι απόηχοι του πολέμου δεν φαίνεται να διαταράσσουν την ηρεμία και τη γαλήνη της. Η απόφασή τους να στείλουν τον μεγαλύτερο γιο της οικογένειας –τον Σάσα- για να φέρει τη γιαγιά, που βρίσκεται ακόμα στη Γιουγκοσλαβία, θα φέρει την αναστάτωση: Ο Σάσα αναγκάζεται να καταταγεί στο στρατό και μεταφέρεται στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Όταν επιστρέψει από τον πόλεμο μαζί με την Βόσνια φίλη του -την Σούζα- τα πράγματα δεν είναι πια ίδια: Ο πόλεμος έχει αλλάξει τον Σάσα. Οι φήμες που κυκλοφορούν στην κοινότητα των Γιουγκοσλάβων, ότι συμμετείχε στις, αγριότητες και τα εγκλήματα του πολέμου, δηλητηριάζουν την κάποτε ειδυλλιακή οικογενειακή ατμόσφαιρα. Καθώς αυτές οι φήμες μοιάζουν να αφήνουν αδιάφορο τον πατέρα της οικογένειας, είναι η ίδια η αμφιλεγόμενη συμπεριφορά του Σάσα που γεμίζει με αμφιβολίες τα μέλη της οικογένειας….
Παρακολουθώντας –μέσα από τα μάτια του μικρού Μίλαν- τη διολίσθηση της οικογένειας από την ηρεμία και τη γαλήνη στην ένταση και τον παραλογισμό του πολέμου, ο Rebic αδιαφορεί για τις πολιτικές πλευρές, που η ιστορία διαθέτει. Αντίθετα επιμένει να κοιτάζει τις ανθρώπινες πλευρές μιας οικογενειακής ιστορίας : Ο Σάσα αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμα θύμα του παράλογου πολέμου. Όμως είναι η πικρή γεύση που αφήνει η εθνικιστική παράνοια, είναι τα δηλητήρια του εθνικισμού που απειλούν την οικογενειακή ενότητα, που κάνουν αυτήν την οικογένεια -που ο πόλεμος δεν αγγίζει πια- ένα ακόμα τραγικό θύμα του εμφυλίου…
Δ.Μ.
Ο Goran Rebic δηλώνει για την ταινία: «Αν και ένοιωθα μια μεγάλη εσωτερική ανάγκη για να το κάνω, διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατο να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τα καταστροφικά γεγονότα στην πατρίδα μου. Δεν ήμουν αρκετά αποστασιοποιημένος από το θέμα, για να εκφράσω αυτό που ένιωθα: την απώλεια μιας κατάστασης που είχε διαμορφώσει την παιδική μου ηλικία και την ενηλικίωση μου…
Γυρίζοντας την ταινία ΓΙΟΥΓΚΟΦΙΛΜ είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω μια πραγματικότητα, την όποια δε θα ήταν αναγκαίο να κυνηγάω αργότερα -μένοντας πάντα πίσω- στην προσπάθεια να δείξω πως ο πόλεμος ακρωτηριάζει τους ανθρώπους. Κατόρθωσα να κερδίσω τη συμμετοχή ανθρώπων, που είχαν επηρεαστεί από τον πόλεμο και οι οποίοι με εμπιστεύτηκαν και ήταν πρόθυμοι να συν-δημιουργήσουν ένα είδος «Γιουγκοσλαβικής Κοινότητας» για τις ανάγκες της ταινίας. Οραματίστηκα τους Βόσνιους, του Σέρβους, τους Σλοβένους και τους Κροάτες να διαμορφώνουν τις δικές τους πραγματικότητες»