Χειμώνας, 1915. Ένα ψυχιατρείο στα νότια της Γαλλίας. Το πρόσωπο μιας γυναίκας, απροστάτευτο, γυμνό από κάθε ψιμύθιο. Το πρόσωπο της, το βλέμμα της, οι σκέψεις της.
Έγκλειστη, με εντολή της οικογένειας της, η γλύπτρια Camille Claudel έχει μόνο μια επιθυμία να βγει από το ψυχιατρείο. Με αφορμή την αναμονή της για την επίσκεψη του αδελφού της, συγγραφέα Paul Claudel, η αφήγηση καταγράφει την καθημερινότητα της Camille μέσα στο ψυχιατρείο, τις σχέσεις της με τους γιατρούς και τις καλόγριες- νοσοκόμες, αλλά και με τους ψυχικά ασθενείς.
Ο Bruno Dumont, σ’ αυτήν την ταινία του, επιχειρεί μια τομή σε σχέση με το παρελθόν του: αρνείται την περιπλάνηση στην ύπαιθρο, που χαρακτήριζε όλες τις προηγούμενες ταινίες. Η δράση περιορίζεται (για την ακρίβεια εγκλωβίζεται) μέσα στο χώρο του μοναστηρίου- ψυχιατρείου -αν και η αίσθηση της παγωμένης χειμωνιάτικης φύσης, τόσο οικείας από τις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, εξακολουθεί, και εδώ, να είναι ισχυρή, χάρις σε μια σκηνή περιπάτου. Ενισχυτική αυτής της αίσθησης εγκλωβισμού (που επιβάλλεται στον θεατή) και η επιλογή ψυχικά ασθενών στους δεύτερους ρόλους: μια επιλογή αναμφίβολα μπρεσονική. Παράλληλα, και σε αντίθεση με το μέχρι τώρα έργo του Bruno Dumont, ο προφορικός λόγος καθίσταται κεντρικός: οι εσωτερικοί μονόλογοι της ηρωίδας, πέρα από το αναδεικνύουν την ερμηνευτική δεινότητα της Juliette Binoche, είναι το μέσο και ο οδηγός για να ιχνηλατήσει ο σκηνοθέτης ένα δύσβατο εσωτερικό τοπίο.
Η σκηνοθεσία εστιάζει πάνω στο πρόσωπο αυτής της τόσο σημαντικής γυναίκας -δημιουργού και στην ιδιαίτερη σχέση της με το χώρο (το ψυχιατρείο) και τα πρόσωπα που την περιβάλλουν (κυρίως τους ψυχικά ασθενείς), στις δυναμικές αυτής της σχέσης, στις επιδράσεις και τις επιρροές. Και είναι αυτό που εντάσσει οργανικά την ταινία μέσα στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη: όπως και στις άλλες ταινίες του Bruno Dumont, έτσι και εδώ, ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας «σαλός», ένα πρόσωπο που βρίσκεται εκτός των κοινωνικών ειωθότων, που μοιάζει να αμφισβητεί και να προκαλεί τον καθιερωμένο ορθολογισμό της κοινωνίας. Ό,τι υπάρχει όμως πέρα απ' αυτήν την αμφισβήτηση και πρόκληση -που συνιστά η προσωπικότητα της Camille Claudel για την ανδροκρατική κοινωνία της εποχής της- είναι μια σκοτεινή ενδοχώρα: εκεί όπου η καλλιτεχνική δημιουργία συναντά τις νόσους της ψυχής. Και είναι μάλλον σ’ αυτούς τους άγνωστους, αχαρτογράφητους, εσωτερικούς τόπους που περιπλανιέται η ηρωίδα (και μαζί της οι θεατές).
Δημήτρης Μπάμπας