Ο Μαρσέλ Μαρξ, ένας μποέμ τύπος που κάποτε φιλοδοξούσε να πιάσει την καλή ως συγγραφέας στο Παρίσι, έχει αποτραβηχτεί στη Χάβρη, το δεύτερο πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Γαλλίας. Πλέον μοιράζει την καθημερινότητά του ανάμεσα στο ταπεινό επάγγελμα του λούστρου, τις συχνές του επισκέψεις στο αγαπημένο του μπαρ και τη φροντίδα της Αρλετί, της βαριά άρρωστης συζύγου του. Ένα παιχνίδι της μοίρας, όμως, θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ίντρισα, έναν ανήλικο μετανάστη από την Αφρική, τον οποίο αναζητά η αστυνομία. Ο Μαρσέλ, βασισμένος στην έμφυτη αισιοδοξία που τον διακρίνει και στην ανθρωπιά του κοινωνικού του περιγύρου, αναλαμβάνει να τον βοηθήσει να βρει το δρόμο του. Έστω κι αν χρειαστεί να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του...
O Aki Kaurismäki/ Άκι Καουρισμάκι δηλώνει σχετικά με την ταινία του Le Havre / Το λιμάνι της Χάβρης: «Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος μοιάζει να αποφεύγει να καταπιαστεί με το φλέγον ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, το οποίο είναι απόρροια μιας σταθερά επιδεινούμενης παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και – πάνω απ’ όλα – ηθικής κρίσης. Μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν διέξοδο προς τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζονται παραδοσιακά ως πολίτες «Β’ κατηγορίας». Η αλήθεια είναι πως δεν έχω να προτείνω κάποια λύση πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ωστόσο η σφοδρή μου επιθυμία να καταπιαστώ με το θέμα της λαθρομετανάστευσης με ενέπνευσε να γυρίσω αυτή την – όπως και να το κάνουμε – όχι και τόσο ρεαλιστική ταινία.»
Και συνεχίζει : «Η συγκεκριμένη ιδέα βασάνιζε για αρκετά χρόνια το μυαλό μου, αλλά όταν αποφάσισα να την κάνω ταινία, δεν μπορούσα να αποφασίσω το που θα τη γυρίσω. Είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, εκτός, ίσως από το Βατικανό (αν και τώρα που το σκέφτομαι…). Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία φαντάζουν ιδανικές περιπτώσεις, καθώς σε αυτά τα κράτη το φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης προκαλεί και τις περισσότερες εντάσεις. Εκείνο που τελικά αποφάσισα να κάνω, ήταν να επισκεφτώ όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές από τη Γένοβα μέχρι και την Ολλανδία, ώσπου στη Χάβρη, την ευρωπαϊκή πόλη των blues, της soul και του rock ’n’ roll, βρήκα αυτό ακριβώς που αναζητούσα. (…) Πάντοτε προτιμούσα την εκδοχή του παραμυθιού όπου η Κοκκινοσκουφίτσα τρώει τον Κακό Λύκο και όχι το αντίθετο, αλλά στην αληθινή ζωή θεωρώ πως ο κάθε λύκος είναι προτιμότερος από τα… χλωμά πρόσωπα της Wall Street! (…) Δεν χρησιμοποιώ συμβολισμούς στις ταινίες μου, αλλά γενικά εμπιστεύομαι τους νέους ανθρώπους περισσότερο απ’ όσο εμπιστεύομαι ανθρώπους σαν κι εμένα. Όχι, δηλαδή, πως αυτό είναι αρκετό, αλλά, τουλάχιστον, εμπιστεύομαι απεριόριστα τον Μπλοντέν Μιγκέλ, τον ηθοποιό που ενσαρκώνει στην ταινία το συγκεκριμένο αγόρι.»
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)