Ο Stéphane Bouquet γράφει για την ταινία: "Το Κολαστήριο/ Kárhozat/ Damnation (1988) είναι ένα αργόσυρτο ρόντο, ένα συντριπτικό παράδειγμα του θριάμβου του «κολλήματος». Οι χαρακτήρες κινούνται σε κύκλους σχεδόν σαν σκλάβοι της ίδιας της κίνησης που μπορεί να είναι και αιώνια. Στην πραγματικότητα, αντίθετα με την πλειοψηφία, ο Ταρ δεν αντιδρά στην μη αναστρέψιμη γραμμικότητα του χρόνου, ούτε στην κίνηση που μας τραβά στον θάνατο και την καταστροφή. Το αντίθετο: Ο χρόνος θα μπορούσε να μην περνά πλέον, να επιβραδυνθεί μέχρι να ακινητοποιηθεί και να μας κρατήσει για πάντα αιχμαλώτους του και μετά, να σταματήσει. Πρόκειται για ένα είδος φόβου, το οποίο, σε αντίθεση με τον φόβο του θανάτου, εκφράζεται μέσα από τον τρόμο για τη ζωή. Το φινάλε του «Κολαστηρίου», όπου ο πρωταγωνιστής καταλήγει να συμπεριφέρεται σα σκυλί, δεν είναι συμπτωματικό. Είναι η μόνη λύση που βρήκε ο Ταρ. Ως σκύλος, μπορεί να ξεφύγει από τον Χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο ξεμπλέκει με τη συνείδηση και τον τρόμο που αυτή προκαλεί. Κι έτσι δεν χρειάζεται τον Εμάνουελ Καντ και την κατηγορία του, πως η έξοδος από τον Χρόνο είναι μια ανέφικτη, τραγική ευχή. Κι όμως, είναι αυτή η τρελή επιθυμία της απόδρασης από την φυλακή του Χρόνου που κάνει αυτούς τους χαρακτήρες τόσο φοβερούς, τόσο ανθρώπινους, τόσο περισσότερο από ανθρώπινους: Θύματα μιας προσποιητής μεταφυσικής αμφιβολίας. (Και βέβαια είναι πολύ εύκολο να αντιληφθούμε πως οι χαρακτήρες του Ταρ θα εγκατέλειπαν με την ίδια ευχαρίστηση και τον Χώρο). Πως κάποια μέρα ο άνθρωπος θα μπορούσε να αποφασίσει (με την δικιά του ελεύθερη βούληση) να γίνει μη-άνθρωπος."
Ο Bella Tarr δηλώνει: «Νομίζω ότι όλες μου οι ταινίες μιλούν, με τη μια ή την άλλη μορφή, για τα συστήματα στα οποία διορθώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις, οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων, των συμφερόντων και των συναισθημάτων. Μια καινούργια ταινία μπορεί να είναι είτε η συνέχεια είτε η επέκταση μιας προηγούμενης, στο επίπεδο του στοχασμού. Πιστεύω ότι το ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ είναι μια επέκταση. Πρόκειται για μια ταινία πολύ διαφορετική από το ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΑΛΜΑΝΑΚ, αφενός μεν επειδή η δράση δεν εξελίσσεται μέσα σε ένα κλειστό σύμπαν, αφ’ ετέρου δε επειδή καταφύγαμε σε διαφορετικά στοιχεία από την άποψη της εικόνας και της ατμόσφαιρας, και επιπλέον, σε σχέση με το φραστικό μέσον, το ιδίωμα. Ο Laszlo Krasznahorkai που συνεργάστηκε ως συγγραφέας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπόρεσα να γράψω κάτι μαζί με κάποιον άλλον άνθρωπο. Η φιλία του και οι ιδέες του μου έδωσαν έμπνευση. Στις κουλτούρες της Άπω Ανατολής υπάρχει η έννοια του ενδιάμεσου χώρου, που καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε δύο πράγματα –τίποτα παρά μόνον ο δέκτης, ο θεατής, η προσωπικότητα και η ευαισθησία του. Αυτή η έννοια υπάρχει και σε άλλους πολιτισμούς, αλλά όχι στον ευρωπαϊκό, ο οποίος δεν εμβάθυνε σε αυτήν την έννοια, ούτε άντλησε από αυτήν μια αισθητική πρακτική. Δεν κατάφερε να του δώσει μια μορφή, επειδή σκέφτεται γραμμικά. Στην ταινία αυτή, η υπόθεση είναι εντελώς βοηθητική. Η ταινία μιλά για τοπία, για τα στοιχεία και για τη φύση ενός απομονωμένου κόσμου, όπου δεν απομένει πια τίποτα. Θελήσαμε να αφήσουμε το βλέμμα να πλανηθεί απερίσπαστο… αλλά στην πραγματοποίηση της ταινίας, το καλό είναι ότι εντέλει εγώ αποφασίζω πού θα σταματήσει το βλέμμα…»
(πηγή δελτίο τύπου)