του Eric Rohmer
M' αφορμή την ταινία L' Anglaise et le Duc, ο Eric Rohmer δίνει μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Σ' αυτήν μιλά για την ψηφιακή τεχνολογία και τις εξελίξεις στον κινηματογράφο, αναφέρεται στον βωβό και στο Murnau, εξηγεί τα πως και τα γιατί της τελευταίας του ταινίας…..
ΨΗΦΙΑΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Η κάμερα πού χρησιμοποίησα στην ταινία L' Anglaise et le Duc είναι πολύ περίπλοκη. Δεν είναι μία κάμερα DV (Digital Video). Στην δεκαετία του 50 οι κάμερες των 16mm ήταν μία επανάσταση. Εμφανίστηκαν λόγω κυρίως των Καναδών σκηνοθετών, με παροτρύνσείς τους κατασκευάστηκαν. Ωστόσο αυτές οι κάμερες έκαναν αρκετό θόρυβο και ήταν ένας Γάλλος μηχανικός, ο Andre Coutant, που διόρθωσε αυτό το ελάττωμα. Όπως είπα η κάμερα που χρησιμοποίησα ήταν ήδη πολύ πολύπλοκη: είναι μια επαγγελματική, ψηφιακή κάμερα Betacam. Υπάρχουν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα όταν κινηματογραφείς μ' αυτή την κάμερα: Πρώτον προσθέτεις μετά το γύρισμα ειδικά εφέ χωρίς καμία απώλεια στην ποιότητα σε σχέση με τα αναλογικά συστήματα. Και δεύτερον μεταφέρεις, ή κάνεις "Kinescoping", τις ψηφιακές εικόνες σε φιλμ, χωρίς να χρησιμοποιήσεις οπτικά μέσα. Δεν μπορώ να μιλήσω για το σύστημα που χρησιμοποίησα - είναι μυστικό (σ.τ.σ. μάλλον είναι σάρωση). Όμως σίγουρα είναι πολύ μακριά απ' αυτό που χρησιμοποιούσαμε στις ένδοξες ημέρες της τηλεοπτικής ακμής: τότε απλώς κινηματογραφούσαμε τις τηλεοπτικές οθόνες.
ΤΑΙΝΙΕΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΣΚΗΝΙΚΑ
Δεν μ' αρέσει ο τρόπος με τον οποίο γίνονται σήμερα οι ταινίες εποχής. Στο παρελθόν συνήθιζαν να κτίζουν ολόκληρα τα σκηνικά. Ήταν συνήθως πολύ περιορισμένα και θεατρικά. Τώρα, αυτού του είδους τα σκηνικά δεν είναι πλέον ο κανόνας. Οι σκηνοθέτες προσπαθούν να βρουν φυσικά περιβάλλοντα, τα οποία να είναι, λίγο ως πολύ, διατηρημένα. Όμως το Παρίσι, έτσι ακριβώς όπως φαίνεται στην ταινία μου δεν υφίσταται πλέον. Επιπλέον το Παρίσι είναι μια πόλη την οποία δεν μπορείς να αντιγράψεις.
Έτσι λοιπόν ποια λύση μου είχε απομείνει; Δεν ήθελα να κάνω μία ταινία που να βασίζεται στο μοντάζ, με κομμάτια και αποσπάσματα από το Παρίσι. Ήθελα να δείξω την Place de la Concorde όπως ήταν εκείνη τον καιρό. Επίσης ήθελα να δείξω Σηκουάνα και σκηνές με πλήθη ανθρώπων όπως εκείνη με την ηρωίδα στο βουλεβάρτο St Martin. Γι' αυτό επέλεξα να κάνω αυτή την ταινία χωρίς κατασκευασμένα σκηνικά ή αληθινά, αλλά αντίθετα με ζωγραφισμένα. Χρησιμοποίησα αληθινά σκηνικά στην ταινία La Marquise d'O, κατασκευασμένα σκηνικά στο Perceval le Gallois, έτσι κατέληξα τώρα στο τρίτο είδος: τα ζωγραφισμένα σκηνικά. Οι ηθοποιοί κινηματογραφήθηκαν μπροστά σε μπλε ή πράσινο φόντο και αργότερα τοποθετήθηκαν τα σκηνικά. Αυτή η διαδικασία μου επέστρεψε να κάνω τους ηθοποιούς να κινούνται μέσα και έξω από τα σκηνικά.
Στην πραγματικότητα η δημιουργία της ταινίας απαίτησε από την πλευρά μου σκέψη. Αντιλήφθηκα, παρακολουθώντας παλιές ταινίες του Griffith, ότι δεν ήθελα πολλές κινήσεις της κάμερας: προκαλούν ζημιά στα αισθήματα του μεγαλείου που κάποιος προσλαμβάνει από μία παλιά πόλη. Για παράδειγμα, αισθάνθηκα ότι η κίνηση της κάμερας στη σκηνή του βουλεβάρτου του St Martin δεν θα την έκανε καλύτερη: θα μπορούσε να εξαλείψει την απήχηση που είχε η σκηνή από μόνη της. Έψαχνα για δυνατές εικόνες. Δεν φοβόμουν τα κλισέ. Κατά την διάρκεια της επανάστασης φρικτά γεγονότα συνέβησαν στην Place de la Concorde. Έτσι αισθάνθηκα ότι θα έπρεπε να δείξω αυτά τα γεγονότα, από την καλύτερη οπτική γωνία της Place de la Concorde. Γι' αυτό αποφάσισα να προχωρήσω με ένα ζωγραφισμένο σκηνικό- και όχι με μια αναπαραγωγή ενός ήδη υπάρχοντος πίνακα.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δεν είναι μία πολιτική ταινία. Δεν διακατέχομαι από συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις. Η Λαίδη είχε πολιτική άποψη, όμως δεν την υπερασπίζεται με επιμονή και σθένος. Αυτό που υπερασπίζομαι σ' αυτήν την ταινία -αν μπορώ να το πω έτσι- είναι μία κλίση για την ιστορία, και θα επιθυμούσα να την μοιράσω με το κοινό, μέσω των ταινιών μου. Νομίζω ότι οι νεότερες γενιές σήμερα ενδιαφέρονται λιγότερο για την ιστορία. Ζούμε σε καιρούς όπου τα πράγματα ποτέ δεν είναι καθαρά και το παρελθόν συχνά υποτιμάται προς χάριν του παρόντος. Γι' αυτό κοιτάζω με λίγη ευχαρίστηση τις πρόσφατες ιστορικές ταινίες. Κάνοντας ταινίες όπως L' Anglaise et le Duc ο σκοπός μου είναι δείξω ότι παρελθόν, αν και δεν είναι περισσότερο σημαντικό από το παρόν, ποτέ δεν πρέπει να απορρίπτεται.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η Grace Elliot ήταν ένα αντιφατικό πρόσωπο και γι' αυτό έμενε πίστη σε ανθρώπους που είχαν πολύ διαφορετικές πεποιθήσεις. Έμενε πίστη στην οικογένεια Orleans, για όσο διάστημα αυτοί δεν ψήφιζαν τον θάνατο του Βασιλιά. Αισθάνθηκα όταν έγραφα το σενάριο ότι αυτός ο χαρακτήρας ήταν παρόμοιος με την La Marquise d'O.
(…).Τα Cahiers du Cinema ισχυρίστηκαν ότι η ταινία είχε αντιδραστικά και αντεπαναστατικά υπονοούμενα. Αυτό δεν είναι καθόλου αλήθεια. Η ταινία ασχολείται μ' ένα πολικό θέμα άλλα ποτέ δεν προδιαθέτει τον θεατή. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το L'arbre, Le Maire Et La Mediatheque ( ε.τ. Το Δένδρο, ο Δήμαρχος και η Βιντεοθήκη) στο οποίο οι πολιτικές απόψεις συγκρούονται χωρίς όφελος. Ένα γλυκό ρεύμα ειρωνείας διαπερνά και τις δύο ταινίες. Το μόνο που ως σκοπό είχα ήταν να καταγγείλω η τάση του ανθρώπου να ωθεί τις πεποιθήσεις του προς ακραίες απολυταρχικές απόψεις. Έτσι το μόνο το οποίο υποστηρίζω και συνηγορώ σ' αυτή τη ταινία είναι μετριοπάθεια.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ
Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις τελευταίες ταινίες που έχω κάνει και τη La Collectionneuse (Η Συλλέκτρια, 1967). Οι τεχνολογίες του ήχου και του φιλμ έχουν εξελιχθεί, το βίντεο έχει εμφανισθεί… Ωστόσο, αν αντιμετωπίσουμε τον κινηματογράφο συνολικά, δεν πιστεύω ότι υπήρξαν σ' αυτόν μεγάλες αλλαγές, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, απ' ότι έχει συμβεί στο πρώτο μισό. Δεν υπάρχουν τόσες πολλές διαφορές στο ύφος ανάμεσα στις ταινίες που έγιναν την δεκαετία του 50 και σ' αυτές του σήμερα. Έχω δει μόδες να έρχονται και να παρέχονται. Πολλές φορές τα μακρινά πλάνα είναι περισσότερο δημοφιλή από τα κοντινά, ή η κίνηση επικρατεί της ακινησίας, και το αντίστροφο. Όμως δεν έχω δει κάποια σημαντική εξέλιξη στο σινεμά τελευταία.
Ο MURNAU
Πιστεύω ότι ακόμα ο Murnau είναι ο σημαντικότερος σκηνοθέτης, στο καθαρώς οπτικό επίπεδο. Άλλοι σκηνοθέτες, όπως ο Hitchcock, κάνουν όμορφες εικόνες, όχι "μεγάλους πίνακες" όπως αυτός. O Murnau μπορούσε να κάνει ταινίες, όπως ζωγράφιζε ο Rembrandt και να παραμένει χώρίς πεπαρση για το ταλέντο του, απλός. Είναι ο πιο οπτικός απ' όλους τους σκηνοθέτες. Ωστόσο εφάρμοσε τεχνικές που εγώ ποτέ δεν χρησιμοποίησα. Για παράδειγμα για να τονίσει τις σκιές τις πτυχές των ρούχων των ηθοποιών του έπρεπε να τις ζωγραφίσει (γέλια). Ως σκηνοθέτης προσπάθησα απλώς να μείνω όσο το δυνατό πιο απλός και βρήκα πιο πολύ έμπνευση στους ελάσσονες καλλιτέχνες του τέλους του 18ου αιώνα, όπως ο Boilly ή ο Hubert Robert.
(…)Μ' αρέσουν οι βωβές ταινίες, όπως άρεσε στους Αναγεννησιακούς καλλιτέχνες η ελληνική τέχνη. Πιστεύω ότι ως καλλιτέχνης πρέπει πάντα να επιστρέφεις στις ρίζες. Δεν αναζητώ έμπνευση στο σύγχρονο σινεμά. Τρέφομαι πάντα από το πρώιμο σινεμά ,όπως πολλοί ζωγράφοι: όπως π.χ. ο Picasso, τρεφόταν από προηγούμενες καλλιτεχνικές φόρμες.
(συνέντευξη του Eric Rohmer στο site www.filmfestivals.com)