Η «Elena» του Ρώσου σκηνοθέτη Andrey Zvyagintsev (Ζβιάτζιντσεφ) παρακολουθεί την ομώνυμη ηρωίδα, μια μεσήλικη γυναίκα χαμηλής κοινωνικής τάξης , πρώην νοσοκόμα, παντρεμένη με τον Βλαντιμίρ, έναν ευκατάστατο και προχωρημένο σε ηλικία πρώην ασθενή της. Και οι δυο τους έχουν παιδιά από προηγούμενους γάμους. Ο γιος της Ελένας είναι ένας ανεύθυνος άνεργος, ανίκανος να συντηρήσει την οικογένειά του και εξαρτημένος οικονομικά από τη μητέρα του. Η κόρη του Βλαντιμίρ που κρατάει συνειδητά απόσταση από τον πατέρα της, είναι ένα πλάσμα χωρίς συναισθήματα, απαθές και κυνικό. Η ξαφνική καρδιακή προσβολή του Βλαντιμίρ και η επανασύνδεση με την αδιάφορη κόρη του θα γίνουν η αφορμή για τη λήψη μιας απόφασης που θα αποβεί γι αυτόν μοιραία. Η υπάκουη νοικοκυρά, που περιφερόταν στο πολυτελές διαμέρισμα του άντρα της περισσότερο με την ταπεινότητα μιας υπηρέτριας παρά με τον αέρα της συζύγου, θα καταφύγει σε μια βίαιη πράξη απόγνωσης προκειμένου να εξασφαλίσει ένα ασφαλές μέλλον στην οικογένεια του γιού της.
Μετά την περίφημη «Επιστροφή»(2003) και την αμφιλεγόμενη «Αποξένωση»(2007) ο Ζβιάτζιντσεφ επιστρέφει με μια ταινία που σκιαγραφεί τα ήθη και τις αξίες της σύγχρονης μετασοβιετικής Ρωσίας. «Και τι δε θα έκανε κάποιος για τα λεφτά;» ρωτάει ο πατέρας την κόρη σε μια από τις σημαντικότερες σκηνές και στο σημείο αυτό επικεντρώνεται όλη η δυναμική της ταινίας. Η αναφορά στην αξία του χρήματος παραμένει εξάλλου σταθερή από την αρχή ως το τέλος και επηρεάζει δραματικά την αφηγηματική εξέλιξη. Παράλληλα είναι οι δεσμοί του αίματος που καθορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού και διαμορφώνουν τους ηθικούς κώδικες. Σε ένα νεοκαπιταλιστικό σύστημα με τεράστιες κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις, όπου διακρίνονται τα κατάλοιπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας, η οικογένεια παραμένει η μόνη σταθερή αξία.
Η ταινία ανοίγει με ένα στατικό μακρύ πλάνο, που αποκαλύπτει σταδιακά το ξημέρωμα έξω από τον κύριο χώρο της κινηματογραφικής δράσης. Μέσα από μια σειρά επίσης στατικών πλάνων ξεδιπλώνεται στη συνέχεια και το εσωτερικό του χώρου , ενός μοντέρνου διαμερίσματος, μιας άψογης αρχιτεκτονικής κατασκευής. Τα δύο κεντρικά πρόσωπα θα κάνουν λίγο αργότερα την εμφάνισή τους, σε μια σκηνή που φαίνεται να εντάσσεται στα πλαίσια μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Μιας ήρεμης συμβίωσης της οποίας οι λεπτομέρειες αναδύονται αργά μέσα από μια οικονομία εικόνων και λέξεων. Και είναι αυτή ακριβώς η οικονομία των διαλόγων και η οπτική ακρίβεια που διατρέχουν την ταινία, φωτίζοντας τους χαρακτήρες και τις αντιθέσεις που τους χωρίζουν. Οι κινήσεις και το βάρος των σωμάτων, οι εκφράσεις των προσώπων, οι σκηνικές λεπτομέρειες στην παρουσίαση των χώρων και η επιλογή των κάδρων συνθέτουν το καθαρό κινηματογραφικό σύμπαν της ταινίας. Ο Ζβιάτζιντσεφ αποδίδει με ρεαλισμό αλλά και αισθητική τελειότητα-χάρη στην εξαιρετική φωτογραφία του Krichman- το πορτρέτο μιας κοινωνίας που κάθε άλλο παρά ευτυχεί, σε όποιο κοινωνικό επίπεδο και να βρίσκεται. Παράλληλα χρωματίζει ένα μάλλον άνευρο συναισθηματικό περιβάλλον με τη λεπτή ειρωνεία με την οποία επενδύει τους διαλόγους του. Από την άλλη μια αίσθηση αβεβαιότητας και αμφιθυμίας μετεωρίζεται έως το τέλος πάνω από τους ήρωες δημιουργώντας ένα είδος σασπένς, μια μεταφυσική ατμόσφαιρα, που ενισχύεται από την ανησυχητική επανάληψη των μινιμαλιστικών μουσικών μοτίβων του Philip Glass. Μετά το έγκλημα ένας αδιόρατος φόβος πλανάται για την επικείμενη τιμωρία, η οποία δεν έρχεται ποτέ.
Αν και ο σκηνοθέτης δηλώνει ότι η «Elena» είναι περισσότερο ένα ψυχολογικό δράμα, «μια ψυχολογική εξερεύνηση της ηρωίδας του και μια ιστορία για μια ατομική μεταμόρφωση», κάνοντας μάλιστα αναφορά στο Match Point του Woody Allen, η ταινία του δύσκολα μας αφήνει αυτή την εντύπωση. Και παρόλο που ο ίδιος μιλάει συχνά για προσωπικά διλήμματα και μετάνοια, ο θεατής θα πρέπει να τα ψάξει σε ένα δεύτερο, πιο αδιόρατο επίπεδο. Αυτό που γίνεται όμως άμεσα ορατό και τονίζεται με έμφαση στην ταινία είναι η τεράστια απόσταση ανάμεσα σε δύο κόσμους που τους χωρίζει η καχυποψία, η ψυχρότητα και η απαξίωση. «Με ποιο δικαίωμα νομίζεις ότι είσαι ξεχωριστός;» ρωτάει με πίκρα η ηρωίδα τον άντρα της στον τελευταίο τους διάλογο, για να πάρει ως απάντηση ότι η ισότητα και η δικαιοσύνη είναι βιβλικά παραμυθάκια για τους ανόητους. Ο άντρας φαίνεται να πληρώνει το τίμημα της αλαζονείας του με την τελική «Επέλαση των Βαρβάρων» στο πολυτελές του διαμέρισμα. « The Coming of the Barbarians» θα ήταν εξάλλου και ο αρχικός τίτλος της ταινίας, γεγονός που δείχνει και τις πραγματικές προθέσεις του δημιουργού της.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]