(για το Το Άλογο του Τορίνο του Bela Tarr)
της Ελίζας Σικαλοπούλου
«Τι κάναμε όταν αποκόψαμε τη γη αυτή από τον ήλιο της; Προς τα πού κατευθύνεται τώρα; Δε φερόμαστε στην τύχη μέσα σε ένα ατελείωτο μηδέν; Δε βρισκόμαστε μέσα στην πνοή του κενού διαστήματος; Δεν κάνει όλο και περισσότερο κρύο; Δεν έρχεται ατελείωτα η νύχτα κι όλο και περισσότερο νύχτα;»
– Η Χαρούμενη Επιστήμη.
Στην τελευταία του ταινία A torinoi lo /Το Άλογο του Τορίνο (2011), ο Ούγγρος σκηνοθέτης Bela Tarr συνθέτει ένα μίνιμαλ φιλοσοφικό δράμα θεμελιωμένο με τα πιο σκληρά, στοιχειώδη υλικά. Σε ένα νιτσεϊκής υφής, ανεστραμμένο βιβλικό σχήμα της γέννησης του κόσμου, μια ενορχηστρωμένη πορεία προς τη φθορά, παρακολουθούμε τη σιωπηλή καθημερινότητα ενός πατέρα με την κόρη του που ζουν απομονωμένοι στη μέση μιας άγονης, μετα-ιστορικής γης, πλαισιωμένοι από τα λιγοστά τους υπάρχοντα και το άλογό τους. Το voice-over του πρώτου πλάνου σε μαύρο μας παρουσιάζει το άλογο: Είναι το άλογο του Τορίνο από το γνωστό ανέκδοτο της ζωής του Νίτσε. Το φιλμ διαπραγματεύεται το ερώτημα του τι απέγινε το άλογο, ένα ερώτημα που προτείνει την κατάργηση μιας ανθρωποκεντρικής συλλογιστικής. Το άλογο ανάγεται σε κεντρομόλο άξονα του δράματος, καθώς ο πατέρας-ιδιοκτήτης εργαλειοποιεί το ανεξάρτητο ζώο, με αποτέλεσμα την άρνησή του να κινηθεί. Αυτή ακριβώς η άρνηση, ωστόσο, εγείρει ένα πικρό οξύμωρο: Μη επιτελώντας το ρόλο του υποτακτικού, το άλογο στερείται την ελευθερία της κίνησης, τον ελιγμό του στο χώρο της βούλησής του, την οποία αδυνατεί να εκπληρώσει λόγω της καταπίεσης. Αν το άλογο, με μια λογική ισομορφίας που αντιδιαστέλλεται στο ιεραρχικό σχήμα άνθρωπος > ζώο, αντιστέκεται, έχοντας επίγνωση των αλυσίδων του είναι γιατί, ταυτόχρονα, παρέχει στο σκηνοθέτη τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει με τα ηθικά και αισθητικά του κριτήρια το μαρτύριο της ανθρώπινης συνθήκης.
Από την πρώτη μέχρι την έκτη μέρα της αντι-Γένεσης, με το υποβλητικό, θεσπέσια μονότονο μουσικό θέμα του Vig σε προοπτική, η κάμερα διαγράφει σύνθετες κινήσεις και κάνει travelling μέσα στο χώρο του σπιτιού, καδράροντας τα πρόσωπα ανάμεσα σε αναλώσιμα και σπιτικά αντικείμενα με ανεστραμμένους φωτιστικούς όρους. Σα να ξεπηδούν απ’ το σκοτάδι στο γκρίζο, αδύναμο φως, ο πατέρας και η κόρη ακολουθούν στωικά ένα μοτίβο επαναλαμβανόμενων εργασιών και δράσεων (ντύνονται, ανασύρουν νερό απ’ το πηγάδι, φροντίζουν το άλογο, βάζουν προσάναμμα στη σόμπα και τρέφονται λιτά με πατάτες), σιωπηλοί, αμφίθυμοι, θλιμμένοι και θλιβεροί, ομοιώματα φορέων ρυθμικών πράξεων που περιγράφονται με μια κίνηση που εμποιεί εντυπώσεις και παράγει, αρχικά τουλάχιστον, μια μη συλλογιστική αίσθηση, ενισχυόμενη από την ορμή του φυσικού στοιχείου (φρενίτιδα παγωμένου ανέμου, καταιγίδα, πηχτό σκοτάδι). Η επανάληψη και η επανάληψη της διαφοράς των πράξεων εγγράφει μια κυκλικότητα που αποδεσμεύεται στη διάρρηξη της γραμμικότητας του χρόνου και της συνοχής. Αυτός ο επίμονος, διεσταλμένος χρόνος τελεί σε ένα σχήμα σπιράλ που εκτείνεται και συνεχώς επιστρέφει στον εαυτό του, γιατί τίποτε δε βηματίζει εμπρός, τίποτε δεν προχωρά στα αναχώματα των υποσχέσεων και της συλλογικής αμνησίας, μονάχα όλα ρέουν μέσα σε δυναμικοποιημένα κάδρα σαν ξεχωριστά σωματίδια με φευγαλέες σχέσεις.
Τη μονοτονία της αγγαρείας και της συνεπακόλουθης προσδοκίας για αλλαγή παραβιάζουν δύο ξαφνικοί, όσο και ανεπιθύμητοι επισκέπτες: ο προφήτης με την κουραστική για τον πατέρα, νιτσεϊκή ρητορική και ένα μπουλούκι τσιγγάνων που ζητούν νερό, θορυβώδεις, φολκλόρ χορευτές της κοινωνίας του Γέλιου. Σαν παράταιρες, φάλτσες παρενθέσεις στην εσωτερική ξηρασία των πρωταγωνιστών, οι ταξιδιώτες αποπέμπονται κακήν κακώς, για να επιστρέψουν οι τελευταίοι στην ασφάλεια της οντολογικής τους συστολής ενώπιον της ολοένα και πιο ραγδαίας διαστολής και κυριαρχίας της φύσης. Ο a priori αφιλόξενος χώρος κλιμακώνει την αγωνία τους, όταν το άλογο αρνείται να φάει και να πιει νερό και το πηγάδι στερεύει. Όλα είναι ρευστά και συμπιεσμένα, σεισμικές δονήσεις λαμβάνουν χώρα κάτω από το σιωπηλό τραπέζι τους, καθώς ο πατέρας και η κόρη, σύμβολα δύο γενεών, γίνονται καθρέφτες της καταιγίδας, αναπνέουν και εκπνέουν τσακισμένες ελπίδες. Στο πλάνο όπου η κόρη συνειδητοποιεί ότι το πηγάδι στέρεψε, φωνάζει τον πατέρα της. Δυο μαύρες φιγούρες στέκονται στο τελάρο της πόρτας και πίσω τους, στο βάθος, το άδειο πηγάδι, ο εξαντλημένος πια καταλύτης της επιβίωσής τους, ή η αφορμή για ζωογόνο αναστοχασμό.
Όλα τους εγκαταλείπουν ή μόνοι τους κόβουν το νήμα με τη ζωή; Η άρνηση να εγκαταληφθούν μόνοι στο άνυδρο, νεκρό τοπίο προϋποθέτει τη μοιρολατρία τους. Με προσήλωση και επιμονή φέρουν το δυσβάσταχτο φορτίο της ζωής με νευρικές κινήσεις που τους φαντάζουν αναγκαίες γιατί έχουν εξαρχής έναν πυρηνικό σκοπό. Διατηρούν σχέσεις ιδιοκτησίας, σκλάβου και αφέντη και τα ζώα είναι μέσο μεταφοράς του βάρους τους. Εξαντλούν τους φυσικούς πόρους με κρύες, μάταιες χειρονομίες και οι σιωπές τους είναι φλύαρες, οξείες, σα μετουσιωμένες, ανήσυχες δράσεις των νοσταλγών του πολιτισμού, σαν απόηχος μιας αρνητικής προς τη ζωή “προοπτικής του βατράχου”. Αυτοδηλητηριάζονται με τη μνησικακία τους απέναντι στη φύση και τα άλλα όντα, χαρακτηριστικό της ηθικής των σκλάβων, εφόσον η φύση είναι ένας εξωτερικός παράγοντας που διαφεύγει από τη βούλησή τους. Η αρμονία και η κατάφαση τούς είναι εξωτικές έννοιες. Με αυτή την παρακμή, τον ηθικό φανατισμό και την αυστηρότητα των καθιερωμένων (διαλεκτικών) δομημάτων αναμετράται η μεταξίωση των αξιών του Νίτσε, που θα μεταστοιχειώσει τη δυσθυμία μέσα στην Τραγωδία σε Γέλιο και χορό.
Την πέμπτη ημέρα, υπόσχονται στον εαυτό τους ότι θα αποδράσουν, πακετάρουν και φορτώνουν το άλογο, ξεκινώντας μια πορεία φυγής κόντρα στο θυελλώδη άνεμο, που μέσα του, σαν σε τελετή κοσμικής αλλαγής, νιώθουμε ότι ακούμε το βόμβο της Γης που γυρίζει. Η προσπάθεια είναι αλυσιτελής. Σ’ αυτό το καθηλωτικό μονοπλάνο, η κάμερα στέκεται ακίνητη σε γενικό απέναντι από το λόφο και τους περιμένει να γυρίσουν, καθώς μόλις κεντροποιεί την επανεμφάνισή τους στην οθόνη, κάνει αργό travelling out, εκτοπίζοντάς τους στα όρια του κάδρου. Επιστρέφοντας στο σπίτι, βλέπουμε την κόρη να κάθεται στατική μέσα από το παράθυρο με ένα πρόσωπο πρόωρα γερασμένο, φαγωμένο από τη σκόνη και τον αέρα, μια κέρινη μάσκα που θυμίζει τα πρόσωπα των ηρώων στο τραπέζι της τελευταίας σκηνής, ωχρά, μετέωρα, σαν σε μαύρο θέατρο
Η τελευταία φράση του πατέρα: “Πρέπει να φάμε” σχηματοποιεί την εντεινόμενη προσδοκία που επιμένει σε πείσμα όλων μέσα στις πιο βαθιές ανθρώπινες εσχατιές: η λάμπα αρνείται να ανάψει και έχουν σβήσει ακόμη και τα κάρβουνα. Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πού πάμε; Πώς γεφυρώνεται η αντινομία της άρνησης και της ανάγκης για επιβίωση; Και ποια απαισιοδοξία θα μπορούσε να προσεγγίσει τις μεγαλύτερες πτώσεις του ανθρώπου με τόσο βαθύ ανθρωπισμό και δίκαιη τρυφερότητα; Ο ίδιος ο Tarr λέει ότι “τα πάντα συμβαίνουν επί Γης. Τίποτα εκτός της. Δεν κρίνω κανένα ως καλό ή κακό. Με ενδιαφέρει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.” Κι αν αυτή η τελευταία ταινία είναι μια ελεγεία της ομορφιάς μέσα στην καταστροφή είναι γιατί οι ταινίες του είναι νεκρά αστέρια που το φως τους επιστρέφει σε μας.