(Η περιφρόνηση)
του Jean-Luc Godard
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_le-mepris-1.jpg

Βασισμένη στο δημοσιευμένο το 1954 ομώνυμο μυθιστόρημα του Alberto Moravia, η στυλιζαρισμένη κινηματογραφική μεταφορά του Godard ακολουθεί την πορεία ενός (κομφορμιστή) σεναριογράφου προς την αυξανόμενη αποξένωση από τη γυναίκα του κατά τη διάρκεια της παραγωγής της «Οδύσσειας» στη Ρώμη, αυτοβιογραφικά συστατικά και τα δύο από την φθίνουσα πορεία του Godard στο γάμο του με την Karina και την εμπειρία του από τους Ιταλούς κινηματογραφικούς παραγωγούς.
Το αναστοχαστικό και εν μέρει αποδομητικό «υπόδειγμα» στο σινεμά, όπως το εισήγαγε το γαλλικό Νέο Κύμα, βρίσκει στα έργα του Godard, και ειδικότερα στην «Περιφρόνηση», τη χρυσή τομή της πολιτικά ριζοσπαστικής κριτικής. Αυτή επιχειρείται μέσα από μια κινηματογραφική φόρμα (κυρίως μπρεχτιανή), η οποία προκειμένου να καταστεί μεθοδολογικά αλλά και ιστορικά συνεπής με τον εαυτό της ανατρέχει στον αστικό εστετισμό (άλλωστε δεν θα ήταν εφικτό να απαγκιστρωθεί τελείως από αυτόν), αλλά και στον καταμερισμό της εργασίας στη βιομηχανία του θεάματος, όταν, για παράδειγμα, η ταινία αποκαλύπτει τον μηχανισμό της στην εξαίρετη εναρκτήρια σεκάνς. Με τον τελευταίο τρόπο όμως υπερβαίνει και τον ίδιο τον θεσμικό τρόπο αναπαράστασης στο σινεμά τον οποίο στηλιτεύει, οι οικονομικές αρχές του οποίου όμως προϋποτίθενται ως υλικοί όροι ύπαρξής της (συμπαγές μοτίβο και στο «Όλα Πάνε Καλά»).
Η αντιστοιχία της περιβόητης ρήσης του Göring «όποτε ακούω για πολιτισμό βγάζω το πιστόλι μου» τις συνέπειες της οποίας απέφυγε να βιώσει ο Fritz Lang (ο οποίος εδώ «υποδύτεταο» τον εαυτό του) μεταναστεύοντας στις ΗΠΑ συμβαδίζει με αυτήν του Αμερικανού κινηματογραφικού παραγωγού Jeremy (τον οποίο υποδύεται αυτή η καταχθόνια μορφή που ακούει στο όνομα Jack Palance) «όποτε ακούω για πολιτισμό βγάζω το βιβλίο επιταγών μου». Με αυτόν τον τρόπο ο Godard θα αποδείξει στον Lang την άλλη όψη του νομίσματος στην καριέρα του στις ΗΠΑ (όπου λογοκρίθηκαν φινάλε του τα οποία δε συμβάδιζαν με κάποια συμφιλίωση χαρακτήρων και καταστάσεων), όψη που φαντάζει επίκαιρη σήμερα, δίχως κάποια λογική συμψηφισμού φυσικά, λόγω της εκκωφαντικής περιφρόνησης του ‘πολιτισμού’ από τη λογική του εμπορεύματος και τις δεσμεύσεις που επιβάλλει στα κριτήρια στην τέχνη και την πολιτική ακόμα. Άλλωστε και η σύγχρονη σκαιά περιφρόνηση προς τους «κουλτουριάρηδες» δικαιώνει περίτρανα μέχρι σήμερα τον προβληματισμό του Godard.
Έχοντας λοιπόν την αντινομική σύσταση της αστικής κοινωνίας (και το θεάματος) το ζεύγος των Paul (Michel Piccoli) και Camille (εμβληματική εδώ η Brigitte Bardot και αναστοχαστικά αυτή τη φορά [και όχι όπως στο «Ο Θεός Έπλασε τη Γυναίκα», προ-κριτικά δηλαδή] «αντικείμενο του πόθου») –άψογοι και οι δύο στην αστική τους «καταγωγή»– βιώνουν την «Οδύσσεια» (η ταινία την οποία σκηνοθετεί ο Lang) κατά τη διάλυση του γάμου τους. Η πορεία προς την Ιθάκη δεν έχει μεν τις δοκιμασίες του Ομηρικού έπους, παρά μόνο τη διαρκή θραύση της επικοινωνίας, καθώς πάντα «κάποιος» μεταφράζει «κάτι» στο διεθνές καστ. Δεν έχει όμως και Ιθάκη, καθώς η έννοια του ‘ανήκειν’ συντρίβεται και για τους δυο μέσα στο είδωλο του επιδεικτικού μοντερνισμού (η cabrio Alfa Romeo), είδωλο ευημερίας και απόδρασης από την «εργασία» το οποίο στη σύγκρουσή του με το βυτιοφόρο (με τις συνδηλώσεις του ως προς το «σύστημα») θα αποδειχθεί λαιμητόμος για τον παραγωγό-προαγωγό και την (κάθε) επίδοξη στάρλετ.
Μαζί λοιπόν με την γένεση της μάστιγας της «διεθνούς συμπαραγωγής» πεθαίνει και το «εθνικό σινεμά» σε μια λαμπρή σύλληψη και κινηματογραφική αποτύπωση της διαλεκτικής του ‘θανάτου’ του, με το διεθνές καστ και την τρικολόρ παντού να θυμίζουν ό,τι σημαίνει ‘εθνικό’ ως προς τον πολιτισμικό πλούτο και τη γραφή του δημιουργού απέναντι στη box office λογική.  Κάτω τα κενά και επιβλητικά  βλέμματα των εκπροσώπων της επικής τέχνης στα αγάλματα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα και με το εξίσου κύκνειο μουσικό θέμα του Georges Delerue να υπογραμμίζει την αβάσταχτη μελαγχολία της επερχόμενης ήττας του «δημιουργού», οι συντελεστές της ταινίας ατενίζουν τη Μεσόγειο από το αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα της βίλας Malaparte στο Capri, παραδίδοντας στην αιωνιότητα το «τέλος του σινεμά» και μαζί και της κατακρήμνιση της επιθυμίας (η αναφορά στον σπουδαίο Bazin στην αρχή της ταινίας) να αποτυπωθεί η ουτοπία στην κινηματογραφική/καλλιτεχνική φόρμα, άρα και στο ίδιο το περιεχόμενο. Υπό αυτή την έννοια, «Η Περιφρόνηση» του Godard διατηρεί στο έπακρο τη «μνήμη» αυτού που οραματίστηκε πολιτικά το σινεμά του δημιουργού.

Σπύρος Γάγγας