(Ο αστυνόμος)
του Jean-Pierre Melville
(η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη)
(...) Ο Αστυνόμος δεν είναι παρά η δεκάτη τρίτη παραλλαγή (γύρισε 13 ταινίες) του ίδιου θέματος που απασχολούσε τούτον τον μονομανή σ’ όλη του την καριέρα. Μερικοί άνθρωποι κινούνται και δρουν σαν από απελπισία, σκοτώνουν και σκοτώνονται σαν από αμηχανία και περιδινούνται σ΄ έναν φαύλο κύκλο απ’ όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να τους βγάλει. Όπως ακριβώς στην κορυφαία σκηνή τούτης της ταινίας, την δεύτερη κλοπή των κλοπιμαίων μέσα απ’ τον εν κινήσει τραίνο με την βοήθεια ενός ελικοπτέρου. Ο θάνατος δεν θ’ αργήσει και ο υπερσοβαρός, υπερκομψός και υπεραξιοπρεπής αρχηγός της σπείρας θα βρει τον πιο ηλίθιο (και γι΄αυτό ταιριαχτό) θάνατο απ’ το περίστροφο του επίσης υπεραξιοπρεπούς κ.λ.π. αστυνόμου Αλαίν Ντελόν, ο οποίος είναι και εραστής της γυναίκας του (Κατρίν Ντενέθ). Φαύλος κύκλος τυπικά μελβιλικός.
Όλο τούτο το υπερστυλιζαρισμένα παιχνίδι της αδιάκοπης περιστροφής των πάντων περί τον άξονα τους ο Μελβίλ το παίζει μ’ απίστευτη σοβαρότητα σαν να τελεί μια μυστηριώδη τελετουργία. Τα πρόσωπα όλων των ηθοποιών του είναι εντελώς ασύσπατα ανέκφραστα παγωμένα, το ντεκόρ αποψιλωμένο και αιχμηρό σαν σεληνικό τοπίο, το καταφύγιο μπλε χρώμα κυριαρχεί και πλακώνει τους πάντες και τα πάντα σαν μια διάφανη ταφόπετρα. Όλα σ΄ αυτό το φιλμ είναι αποστειρωμένα, άψυχα, άνευρα, μουμιοποιημένα, όλα στήνουν ένα μακάβριο αλλά άοσμο νεκροτομείο ζωντανών πτωμάτων.
Ίσως φανεί περίεργο αλλά θα τολμήσουμε να πούμε πως θεωρούμε την τελευταία ταινία του Μελβίλ σαν το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς του και κυρίως σαν την λογική κατάληξη του μονοδιάστατου προβληματισμού του και των μανιακών φορμαλιστικών του αναζητήσεων. (...)
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα φ. 14-1-1975)