(Μια νύχτα μαγική)
του Christophe Honoré
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Όπως γίνεται συχνά, η ταινία Μια Νύχτα Μαγική ξεκινάει από μια άλλη ταινία, που δεν έχει γυριστεί, αλλά παραμένει η κρυφή της πηγή. Την είχα ονομάσει Τα Λουλούδια. Η ιστορία λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής και στη δεκαετία του πενήντα. Παράτησα αυτό το σχέδιο που ήρθε μετά την κυκλοφορία του «Plaire, Aimer et Courir vite» («Sorry Angel»), φοβούμενος ότι θα με παρέσυρε σε ένα πολύ μελαγχολικό μονοπάτι. Είμαι ολοένα και περισσότερο δύσπιστος γύρω από αυτή τη σπουδαιότητα, αυτή την κυριαρχία που κάποιες ταινίες επιβάλουν στο ίδιο το σινεμά. Δεν εμπιστεύομαι τα περισπούδαστα θέματα και τους επιβλητικούς σκηνοθέτες. Με μια λέξη δεν ήθελα αυτό το σχέδιο που είχα αρχίσει να ονειρεύομαι. Ήταν η αρχή του καλοκαιριού, ήμουν στη λίμνη της Γενεύης, κάνοντας πρόβες για την παράσταση «Les Idols». Δεν βιαζόμουν για μια επόμενη ταινία και ένιωσα απελευθερωμένος όταν ένα βράδυ έβλεπα την ταινία του Λίο Μακάρεϋ «The Awful Truth»: Η Αϊρίν Νταν και ο Κάρι Γκραντ ως το τέλειο παντρεμένο ζευγάρι μετά το διαζύγιο τους. Πόσο καιρό είσαι σε μια σχέση, άρχισα να αναρωτιέμαι. Και πόσοι σκηνοθέτες έχουν ενδιαφερθεί για τη συζήτηση γύρω από το γάμο; Εκείνη τη νύχτα, άρχισα να γράφω με ανυπομονησία και χαρά.
Οι επιρροές
Ο Προυστ είπε ότι «οι συγγραφείς που θαυμάζουμε δεν μπορούν να είναι οι οδηγοί μας, γιατί έχουμε οι ίδιοι μέσα μας κάτι σαν πυξίδα ή ένα ταξιδιωτικό περιστέρι, μια αίσθηση της κατεύθυνσης μας». Πιστεύω ότι συμβαίνει το ίδιο με τους σκηνοθέτες. Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεστρατίσουμε από το προσωπικό μας μονοπάτι. Μπορεί να νομίζουμε ότι μια σεκάνς γυρισμένη με τον τρόπο κάποιου άλλου, μια ατάκα δανεισμένη από άλλους, θα κάνει την ταινία που γυρίζεται ένα αποδομημένο έργο – ή τουλάχιστον φτιαγμένο από αρκετούς ανθρώπους – που θα ξεφεύγει ευχάριστα από τον μικρόκοσμό μας, αλλά δεν γίνεται έτσι. Ένα μοναχικό, δυνατό κύμα παίρνει την ταινία μακριά κι εμάς μαζί της σε μια απρόσμενη γη. Οι ταινίες των άλλων είναι συχνά τοπία με τα οποία συναντιόμαστε και ανταλλάσουμε ματιές, νιώθοντας ταυτόχρονα έκπληκτοι και καθησυχασμένοι που βρήκαμε την ίδια ιδέα, την ίδια κίνηση όπως αυτή που γυρίζουμε εμείς. Και είναι μια απαλή χαρά να νιώθουμε λιγότερη μοναξιά στις εμμονές μας, στα αδιέξοδά μας, να επιβεβαιώνουμε ότι άλλοι πριν από εμάς έχουν προσπαθήσει να εκφράσουν τα ίδια συναισθήματα. Συνεχίζουμε το δρόμο μας, λίγο λιγότερο ανήσυχοι, με την ελπίδα ότι θα καταλήξουμε σε κάτι πιο οικουμενικό απ’ ότι νομίζαμε.
Γράφοντας και γυρίζοντας την ταινία Μια Νύχτα Μαγική, συναντούσα συχνά τις ταινίες των Σασά Γκιτρί, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Γούντι Άλεν, και καθένας από αυτούς χωρίς να το γνωρίζουν, με μία αίσθηση αδελφότητας που μόνο εγώ αισθανόμουν, μου επέτρεψαν να καταλήξω στη συγκεκριμένη εικονογραφία αυτής της νέας ταινίας.
Η μαγεία του σινεμά
Ήθελα η ταινία να εκφράσει με ένα συναισθηματικό και πεισματάρικο τρόπο την ιδέα μου για το σινεμά μυθοπλασίας όπου η φράση «Ας υποκριθούμε» έχει μεγαλύτερη αξία από την φράση «Ας το κάνουμε όπως είναι». Εδώ με τη μυθοπλασία εννοώ αυτή την αίσθηση μαγείας. Άφησα τον εαυτό μου να παραδοθεί σε έναν χορό με ξεχασμένα βήματα, μαγεμένος από τα ξόρκια του. Και σιγά-σιγά, άρχισε να φαίνεται ότι δεν ήταν ασήμαντο σε αυτή την εποχή, να επαναφέρουμε στο προσκήνιο τα πολύτιμα εργαλεία του ηθοποιού, της μεταφοράς, να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στη μαγεία του παρασκηνίου, των τρικ, σε ένα έργο που στοχεύει στη ζωή που θα συμβεί κατά τη διάρκεια μιας ταινίας. Ο Ναμπόκοφ έγραψε: «Το να ονομάσουμε μια ιστορία μια αληθινή ιστορία είναι προσβολή και προς την τέχνη και προς την αλήθεια». Από την αρχή, ήθελα η ιστορία μου να μοιάζει με ένα παραμύθι έγγαμου βίου, παρά ως μία αναφορά στο πώς ζουν τα ζευγάρια.
«Έτσι υποδύομαι εγώ σε ένα πρόσωπο πολλούς ανθρώπους. Και κανένας τους ικανοποιημένος».
Πιστεύω ότι αυτός ο στίχος του Σαίξπηρ, ορίζει αρκετά καλά το αρχικό μυστήριο σε αυτή την ιστορία. Ας προσποιηθούμε ότι μια γυναίκα, η Μαρία, μια νύχτα ανακάλυψε ότι είχε την ικανότητα να βλέπει πώς υπάρχουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι γύρω της απ’ ότι φαίνεται. Ο σύζυγός της ο Ρισάρ είναι επίσης ο Ρισάρ ο νεαρός αρραβωνιαστικός της, αλλά και ο Ρισάρ ο έφηβος που δεν γνώρισε. Η αντίπαλός της η Ιρέν, είναι επίσης το πρότυπο για την μελλοντική της ζωή. Ο εραστής της ο Αστρουμπάλ, είναι όλοι οι εραστές της σε ένα πρόσωπο. Η Μαρία θα ήταν σαν ένα αστέρι που θα προσέλκυε δορυφόρους που θα αυξάνονταν συνεχώς. Η ιστορία ακολουθεί τα βήματα αυτής της εισβολής και ταυτόχρονα δημιουργεί με τη Μαρία το αντίδοτο για να ξεφύγει από αυτούς. Ας προσποιηθούμε ότι μια γυναίκα, η Μαρία, βρίσκει τη δική της φωνή ανάμεσα σε όλες τις φωνές που την μπλοκάρουν.
Το Δωμάτιο του Καθενός
Όσο η Μαρία θέλει να σκεφτεί τη ζωή της, όλο και περισσότερο η ζωή της γεμίζει με πρωταγωνιστές που θέλουν να μιλήσουν για εκείνη. Η Μαρία πέρασε το δρόμο απέναντι, ελπίζοντας να δει τα πράγματα από άλλη οπτική, να δει τον εαυτό της από έξω, να δει το διαμέρισμά της, τον σύζυγό της, τον γάμο της από ψηλά. Αλλά τώρα δεν αντιμετωπίζει τη μοναξιά, αλλά αυτή την φασαριόζικη ομάδα ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι έχουν υποφέρει από εκείνη, την ελευθερία και τις επιθυμίες της. Ανάμεσα τους, η Μαρία είναι σαν φυλακισμένη μέσα σε σημάδια που πρέπει να ερμηνεύσει. Ήθελα πολύ καιρό να κινηματογραφήσω έναν χαρακτήρα να σκέφτεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και καθώς ήθελα επίσης να ξαναδουλέψω με το αγχωμένο μέτωπο και τα ειρωνικά λακάκια της Κιάρα Μαστρογιάνι, ξεκίνησα με βιασύνη την παραγωγή αυτής της ταινίας.
Το Δωμάτιο με τα Τέσσερα Κρεβάτια
Σπάνια έχω συναντήσει τόσο χαμογελαστούς και χαλαρούς ηθοποιούς το πρωί στα καμαρίνια, όπως αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα σε αυτή την ταινία. Οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, ο καιρός, προβλήματα με τα κοστούμια, νέες ατάκες που έγραψα χθες βράδυ, η ποιότητα του φαγητού, ένιωθα πάντα ότι ήθελαν να βρίσκονται εκεί μαζί μου, σε αυτό το στούντιο κάπου στην εξοχή του Λουξεμβούργου, στη μέση του πουθενά, με τον σκηνοθέτη να αναρωτιέται για ποιο λόγο αποφάσισε να κάνει εκεί το γύρισμα. Και ο λόγος είναι απλός και γλυκός, αυτοί οι τέσσερις ηθοποιοί συμπαθούν πολύ ο ένας τον άλλον. Με όλες τις μεγάλες ιδέες μας γύρω από το σινεμά, ξεχνούμε αυτό το πολύτιμο στοιχείο: την αγάπη που νιώθουν οι ηθοποιοί ο ένας για τον άλλον. Η εμπιστοσύνη, το χιούμορ, η τρυφερότητα, η φιλία μεταξύ τους και πώς εμείς οι σκηνοθέτες είμαστε κάποιες φορές τόσο τυχεροί ώστε να αποτυπώνουμε αυτά τα ρεύματα χαράς που μας προσφέρουν. Αυτή η ταινία τα χρωστάει όλα στην υγεία, την ευγένεια, την τρυφερότητα, την τρέλα και τη ζεστασιά των Βενσάν Λακόστ, Μπενζαμέν Μπιολέ, Καμίγ Κοτέν και Κιάρα Μαστρογιάνι.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)