(Μια σφαίρα στην καρδιά)
του Jean-Daniel Pollet
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_mia-sfaira-stin-kardia-mou.jpg

Ο ξεπεσμένος αριστοκράτης Φραντσέσκο Μοντελέπρε (Σάμι Φρέι), συναντά τον μαφιόζο Ριτσάρντι (Βασίλης Διαμαντόπουλος) διεκδικώντας την περιουσία του που έχει υπεξαιρεθεί από τον γκάνγκστερ. Ο αρχιμαφιόζος απειλεί την ζωή του Μοντελέπρε κι ο τελευταίος διαφεύγει στην Ελλάδα όπου γνωρίζει μια τραγουδίστρια σε ένα καμπαρέ της Τρούμπας (Τζένη Καρέζη). Ο Ριτσάρντι δίνει εντολή δολοφονίας του Μοντελέπρε και η καταδίωξη ξεκινά..
Ο Ζαν – Ντανιέλ Πολέ, ο «βενιαμίν» της νουβέλ βαγκ, ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1962, για τα γυρίσματα του αριστουργηματικού ντοκιμαντέρ «Μεσόγειος», μαζί με τον Φόλκερ Σλέντορφ (η ταινία ενέπνευσε τον Γκοντάρ για να γυρίσει την «Περιφρόνηση»). Ο έρωτας του Γάλλου κινηματογραφιστή για την χώρα ήταν κεραυνοβόλος. Αποκαλούσε την Ελλάδα «δεύτερη, ανεξάντλητη πατρίδα», θαυμάζοντας εύλογα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αλλά ταυτοχρόνως και τον σύγχρονο Έλληνα, με όλα τα ελαττώματά του (έξαρση, προχειρότητα, επιπολαιότητα) αλλά και με την ένταση με την οποία εκφράζεται και εκδηλώνεται. Επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα το 1964, για το ντοκιμαντέρ «Βάσσες», στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα. Τότε γνωρίστηκε και «αδελφοποιήθηκε» με τον σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη (βοηθό του στο φιλμ), που τον μύησε στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, ιδίως στη μουσική του Θεοδωράκη και των νεότερων συνθετών. Ο Πολέ πλέον είχε αποφασίσει να γυρίσει στην Ελλάδα και μια ταινία μυθοπλασίας. Ένα πρώτο σχέδιο με πρωταγωνιστή τον Σαρλ Αζναβούρ ναυάγησε αλλά ο Πολέ επανήλθε αυτή τη φορά με ένα σενάριο του θεωρητικού Πιερ Καστ και εξασφαλισμένους τον Σάμι Φρέι (ήδη σταρ του Γαλλικού σινεμά, με συμμετοχές σε ταινίες του Γκοντάρ και του Βαντίμ) και την κούκλα Φρανσουάζ Αρντί που ήταν ήδη διάσημη τραγουδίστρια. Ο Φέρρης φυσικά ήταν από κοντά σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Ο ρόλος της «τραγουδίστριας του μπαρ», της Κάρλα, ήταν αρχικά προορισμένος για την Βέρα Κρούσκα. Τελικά επελέγη η Τζένη Καρέζη (έχοντας σπουδάσει στη σχολή των Ουρσουλινών γνώριζε άριστα την Γαλλική γλώσσα) και ο Γιώργος Λεμπέσης, παραγωγός των θεατρικών της Καρέζη «μπήκε» στο φιλμ ως συμπαραγωγός. Την μουσική φυσικά ανέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης που παραχώρησε όλες τις συνθέσεις για το θεατρικό που ανέβαινε τότε, το «Ένας Όμηρος». Η Τζένη Καρέζη μάλιστα, ερμηνεύει στο φιλμ δυο τραγούδια του Θεοδωράκη. Μαζί με τους τρεις πρωταγωνιστές, μια μεγάλη ομάδα από σημαντικούς έλληνες ηθοποιούς διαφόρων γενιών, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Σπύρος Φωκάς, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Αρτέμης Μάτσας, η Άννα Ραυτοπούλου, ο Γιώργος Μούτσιος, ο Ζανίνο σε ρόλο – έκπληξη εκτελεστή, ο Νίκος Τσαχειρίδης, ο Φάνης Χηνάς, η Βιβέτα Τσιούνη, ο Νίκος Φέρμας και ο Γιώργος Μαρίνος. Το συνεργείο κατά βάση ελληνικό, με βοηθό σκηνοθέτη αλλά ουσιαστικά βασικό συνεργάτη του Πολέ τον Κώστα Φέρρη (το ελληνικό ψευδώνυμο του Σάμι Φρέι στην ταινία είναι «Νίκος Φέρρης»). Τα γυρίσματα έγιναν στην Τρούμπα, το Πέραμα, την Αθήνα, τους Δελφούς, τον Αχλαδόκαμπο, τη Σκύρο και τη Σικελία. Ήταν η εποχή των διαδηλώσεων των Ιουλιανών, ο Πολέ μαζί με τον Φέρρη κατέβαιναν στους δρόμους μετά από κάθε γύρισμα, η σχέση τους θα βοηθήσει τον Φέρρη να διαφύγει στην Γαλλία επί Χούντας. Το φιλμ κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στην Γαλλία το 1966 και μετά εξαφανίστηκε από τις οθόνες. Το 2019 το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου χρηματοδότησε την πλήρη ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας.
Ο Ζαν – Ντανιέλ Πολέ για την ταινία: "Θέλησα κυρίως να ξεφύγω από τον παραδοσιακό τρόπο προβολής και εκμετάλλευσης των τόπων. Η ταινία μου δεν είναι ένα τουριστικό φυλλάδιο και αυτό αποτελεί ήδη ένα είδος αφαίρεσης. Έπειτα, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν με συνεπήρε ιδιαίτερα η ιστορία αυτού του σικελού Μαρκήσιου – εκτός, ίσως, από τη συμβολική της διαδρομή. Γι’ αυτό και δεν ακολούθησα πιστά την εξέλιξή της. Αν αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε να έχει σημαδευτεί από το πεπρωμένο του, ήταν μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από τις κοινωνικές του καταβολές κι από το γεγονός ότι είχε εκδιωχθεί από το φυσικό του περιβάλλον. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το αίσθημα ενοχής που ένιωσε μετά τον θάνατο της κοπέλας. Δεν θα μπορούσε επομένως να κάνει τίποτ’ άλλο από το να γυρίσει σπίτι του και να αυτοκτονήσει."

 Jean-Daniel Pollet/ Ζαν –- Ντανιέλ Πολέ (1936 – 2004)
Ο Πολέ, από τις μεγάλες ελπίδες της Νουβέλ Βαγκ (από το 1957 με την πρώτη του ταινία μικρού μήκους «Φτάνει να μεθάς» την οποία εκθείασε ο Γκοντάρ), αυτονομήθηκε γρήγορα από κάθε τύπου ρεύματα κι ακολούθησε μια εντελώς προσωπική δημιουργική πορεία, γυρίζοντας ταινίες φιξιόν και ντοκιμαντέρ, σε διάφορα φορμά και διάρκειες. Ανέπτυξε από νωρίς μια προσωπική σχέση με την Ελλάδα, μακριά από το φολκλόρ, την ωραιοποίηση, τον εξωτισμό και τις λυρικές ευκολίες. Η Ελλάδα, για τον Πολέ, είναι μια «Δεύτερη, ανεξάντλητη πατρίδα», μια ιστορία που ποτέ δεν τελειώνει. Το 1963 γυρίζει την ποιητική «Μεσόγειο», το 1964 ένα φιλμ για τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα («Βάσσες»), το 1965 «Μια σφαίρα στην καρδιά», το 1973 το ποιητικό ντοκιμαντέρ για την Σπιναλόγκα «Η τάξη» και το 1990 το ταξιδιωτικό ημερολόγιο «Τρεις μέρες στην Ελλάδα». Στην Γαλλία, γύρισε επίσης φιλμ με το μοναδικό, ποιητικό του στυλ, όπως τα «Γραμμή Σκόπευσης» (1958 – 60), «Στην οδό Σεντ – Ντενί» (μικρού μήκους, 1963, Φεστιβάλ Καννών), «Φαντάζεσαι τον Ροβινσώνα» (1967, Φεστιβάλ Καννών), «Χαρά και λύπη ο Έρωτας» (1968), «Το αίμα» (1971, Φεστιβάλ Καννών), «Για να θυμόμαστε» (1980, Φεστιβάλ Καννών), «Ο Ακροβάτης» (1975), «Το δέντρο και ο ήλιος» (1990), «Ένας Θεός ξέρει» (1992, Φεστιβάλ Λοκάρνο). Το 2003 το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσίασε αφιέρωμα με το σύνολο του έργου του.

(δ.τ.)