(16 φορές Άνοιξη)
της Suzanne Lindon
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Η 16χρονη Σουζάν βαριέται την καθημερινότητά της. Το σχολείο, τις φίλες, τα συνομήλικα αγόρια και πάνω απ’ όλα την εφηβεία της, αυτή την περίοδο αναμονής όπου όλα βρίσκονται μπροστά, αλλά τίποτα δε συμβαίνει ακόμα. Ξεκομμένη απ’ τον περίγυρό της, τριγυρνά στην πόλη, συντροφιά με το βιβλίο της, περιμένοντας «κάτι να συμβεί» - το έργο της ζωής της να αρχίσει. Έξω από ένα θέατρο στη γειτονιά της γνωρίζει έναν ηθοποιό, τον 35χρονο Ραφαέλ (Αρνό Βαλουά), που, αντίθετα από εκείνη, έχει ήδη παίξει στο ίδιο έργο τόσες φορές που δεν αντέχει πια να το ακούει. Μέσα από ματιές, χορογραφικές στιγμές και μικρές πράξεις σύγκλισης η Σουζάν και ο Ραφαέλ θα έρθουν κοντά, θα ερωτευτούν και θα ζήσουν μαζί μια ιστορία με «πράγματα που δεν θα σβήσουν» ακόμα κι αν δεν πρόκειται να συνεχιστούν.
Το 16 φορές Άνοιξη, πρώτη ταινία της 20χρονης Σουζάν Λιντόν (κόρης των πολύ γνωστών Γάλλων ηθοποιών Βενσάν Λιντόν και Σαντρίν Κιμπερλέν), βρίθει από αναφορές, συμβολισμούς και ευφυή ευρήματα που της χαρίζουν δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης, χωρίς να της αφαιρούν ανεμελιά κι ελαφράδα. Οι στίχοι του Μποντλέρ και οι ιστορίες του Βιάν συνυπάρχουν με τις πρόβες στον καθρέφτη και τις αδέξιες απόπειρες για μακιγιάζ, και η πολύ καλή, πρωτότυπη μουσική του Βενσάν Ντελέμ συνταιριάζει μ’ εκείνη του Κριστόφ και του Ζαν Μισέλ-Ζαρ. Το ροζ της αραιωμένης βυσσινάδας της αρχής, μετατρέπεται πολύ γρήγορα σε κόκκινο που εμφανίζεται σε μικρές δόσεις παντού στην ταινία, δεν χάνεται, όμως, εντελώς, καθώς η ηρωίδα παρά τη βιασύνη της, μαθαίνει να παίρνει το χρόνο της και να εκτιμά αυτό που θέλει ν’ αφήσει.
Η Λιντόν, που γράφει, σκηνοθετεί, τραγουδά και πρωταγωνιστεί στην ταινία, προσφέρει στην ηρωίδα το όνομά της και όλη τη σημειολογία της εφηβείας, από τα χαμόγελα και την πονηριά, μέχρι τις ξαφνικές εκρήξεις λύπης, κι από την επιθυμία να γίνει γυναίκα, μέχρι την ανάγκη να μείνει παιδί, αναδεικνύοντας με αφαιρετικό τρόπο το αμφίσημο μιας ηλικίας για την οποία η μητρική αγκαλιά είναι εξίσου σημαντική μ’ εκείνη του αγαπημένου. Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας, ότι εσκεμμένα δεν καταλήγει στην ενηλικίωση, αλλά παραμένει στην εφηβεία, αφού η ηρωίδα θέλει ακόμα να νερώνει τη βυσσινάδα της και να κινείται σ’ αυτό το μεσοδιάστημα όπου όλα άρχισαν, αλλά τίποτα οριστικό δεν δείχνει να έχει συμβεί ακόμη.
Η ταινία συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών 2020 και σ’ εκείνο του Σαν Σεμπαστιάν.