της Celine Sciamma
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
Η ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Όταν χαρακτηρίζουμε ένα άτομο «αγοροκόριτσο», συνήθως εννοούμε ένα κορίτσι με συμπεριφορά αγοριού. Όμως, η Λορ, το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας της Σελίν Σιαμά («Τα κορίτσια», «Πορτρέτο γυναίκας που φλέγεται»), νομίζω πως είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Είναι ένα δεκάχρονο παιδί που δεν θέλει να είναι κορίτσι, του λείπει όμως «αυτό» το πολύ καθοριστικό για να ’ναι αγόρι. Είναι ένας «χαρακτήρας» (κατά τη φιλμική ορολογία) που επιδεικνύει μια συμπεριφορική τακτική η οποία σαφώς παραπέμπει σε διεμφυλικότητα. Παραποιεί την ταυτότητά του και από θηλυκό (Λορ, σύμφωνα με το βαπτιστικό όνομα) συστήνεται στην ομάδα των συνομηλίκων του ως αρσενικό, με το επινοημένο όνομα Μικαέλ. Η εμφάνισή του, τα ρούχα και το κούρεμα των μαλλιών, όπως και η όλη σωματική διάπλαση, ταιριάζουν σε αγόρι, για τούτο η αρχική εξαπάτηση είναι εύκολο εγχείρημα. Τα σούπερ δύσκολα ξεκινούν από δω και πέρα, με αφετηρία μια οργανική, σωματική, ανάγκη. Η αθώα ή ένοχη, η παρορμητική ή μεθοδευμένη πλαστογράφηση (όπως η κατασκευή και τοποθέτηση πέους από πλαστελίνη, μεταξύ άλλων) μοιραία οδηγείται σε αδιέξοδο. Η παιδική απάτη θα ξεσκεπαστεί γρήγορα. Της αποκάλυψης προηγούνται οι υποψίες εντός της ομάδας των ανηλίκων, κι ύστερα η είδηση θα διαχυθεί και στην υπόλοιπη κοινότητα – ένας μικρός, προαστιακός κύκλος, σε κάποιο συγκρότημα πολυκατοικιών όπου ζουν κυρίως λευκοί Γάλλοι (μεσαίας τάξης), με σποραδικές πινελιές Αράβων και εγχρώμων. Το δίπολο Λορ/Μικαέλ διεκπεραιώνει άριστα, με έμφυτη ικανότητα, τα αγορίστικα παιχνίδια ή το άτολμο φλερτ με ένα κορίτσι (Λιζά), όταν όμως έρθει η κρίσιμη στιγμή και όλα τα αγόρια των δύο ποδοσφαιρικών ομάδων πρέπει να ουρήσουν, το διεμφυλικό (σύμφωνα με τις υποθέσεις μας ) άτομο, μοιραία θα πέσει μες στην παγίδα που έχει στήσει ανεπίγνωστα στον εαυτό του. Εξ ου και το ξεσκέπασμα, το επακόλουθο «μπούλινγκ» και μια καταιγίδα δυσχερειών, πολύ δύσκολα διαχειρίσιμων από ένα παιδί. Είτε ο κοινωνικός περίγυρος, όπως περιγράφεται στην ταινία, εμφανίζεται συντηρητικός και καχύποπτος, είτε ανεκτικός ή επιτρεπτικός (κυρίως από μεριάς της οικογένειας του διαφορετικού παιδιού), και στις δύο περιπτώσεις τα ζητήματα που προκύπτουν είναι περίπλοκα και δυσεπίλυτα. Σ’ αυτό που καταλήγει το εγχείρημα της Σιαμά (τονίζοντάς το μέσω των ντόμπρων και πιεστικών κινήσεων της εγκύου μητέρας της Λορ/ Μικαέλ) είναι το εξής. Μεταξύ δύο κακών, το μη χείρον βέλτιστον. Μεγάλη κουβέντα. Όμως, τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει και να προκόψει μέσα από την εξαπάτηση και το ψεύδος. Μπροστά στα τείχη μιας ανελαστικής, στα όρια του ανελέητου πολλές φορές, κοινωνίας, ο μοναδικός τρόπος για να σταθεί κανείς ίσια, είναι να αποκαλυφθεί η αμασκάρευτη αλήθεια διά του ατομικού θάρρους. Πώς όμως μπορεί να αποτολμήσει και να ολοκληρώσει, αναίμακτα, τέτοιο άθλο ένα δεκάχρονο παιδί; Η ευκολία της φυσικής παρόρμησης μετατρέπεται σε βασανιστήριο, όταν πρέπει να ζητηθεί δημοσίως συγγνώμη. Η ταινία της Σιαμά, λογικά, μένει δίχως έξοδο και δίχως τέλος επί της οθόνης, κάτι που συνιστά φιλμικό πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα. Το μέλλον είναι άδηλο, και όλα τα ενδεχόμενα ρευστά. Καμιά τελεία και παύλα για ζητήματα τόσο ξεχωριστά, τόσο ευαίσθητα, και τόσο σύνθετα.