(Η μικρή μου αδελφή)
των Stéphanie Chuat & Véronique Reymond
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Η Λίζα (Νίνα Χος), μια αποσυρμένη συγγραφέας, αφήνει για λίγο την ελβετική επαρχία όπου ο άνδρας της διευθύνει μια μουσική σχολή κι επιστρέφει στο Βερολίνο για χάρη του αδελφού της Σβεν (Λαρς Έιντινγκερ), γνωστού ηθοποιού του γερμανικού θεάτρου. Τα δύο αδέλφια είναι δίδυμα, εκείνος όμως την αποκαλεί «μικρή μου αδελφή» για τα δύο λεπτά που τους χωρίζουν. Τώρα, ο Σβεν έχει αρρωστήσει βαριά και το κοινό τους αίμα είναι η μόνη του ελπίδα. Η επιστροφή θα φέρει τη Λίζα αντιμέτωπη με παλιά τραύματα και καινούργια προβλήματα. Η μητέρα τους (Μαρθ Κέλερ), επίσης ηθοποιός, δεν δείχνει ικανή να τον φροντίσει και ο σκηνοθέτης-συνεργάτης του δεν μοιάζει να θέλει να τον στηρίξει. Η Λίζα αποφασίζει να πάρει τον Σβεν μαζί της στην Ελβετία ελπίζοντας πως εκεί θα αναρρώσει πιο εύκολα. Τι γίνεται όμως όταν ο χρόνος δείχνει να τελειώνει; Και τι να διαφυλάξει κανείς από μια ζωή που χάνεται;
Η μικρή μου αδελφή, δεύτερη ταινία μυθοπλασίας των Στεφανί Σουά και Βερονίκ Ρεϊμόντ που έχουν γράψει και το σενάριό της, μοιάζει με οικογενειακό δράμα, στην πραγματικότητα, όμως, είναι μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο αδέλφια. Η Λίζα κι ο Σβεν είναι δύο δίδυμες ψυχές, δύο παιδιά παγιδευμένα στο σπίτι μιας μάγισσας, της ανελέητης πραγματικότητα που για τον Σβεν είναι η φυσική φθορά και για τη Λίζα τα όρια των ψυχικών αντοχών της. Στη μάχη τους απέναντί της, δεν έχουν εξωτερική βοήθεια, παρά μόνο ο ένας τον άλλο, και πρέπει πρώτα να δεχτούν ότι τους νίκησε για να μπορέσουν να την υπερβούν δημιουργώντας μαζί μια στιγμή που θα μείνει αθάνατη– όπως ακριβώς κάνει η Τέχνη.
Η Νίνα Χος υποδύεται τη Λίζα με πείσμα, ευαισθησία κι εσωτερικότητα αποδίδοντας στην εντέλεια όλες τις μεταπτώσεις που περνά μέχρι να φτάσει στην κάθαρση της δημιουργίας. Ο Λαρς Έιντινγκερ ερμηνεύει το Σβεν σωματικά, συγκινητικά κι απελπισμένα, με τη παραίτηση κάποιου που ξέρει ότι απομακρύνεται απ’ τη ζωή και δεν είναι σίγουρος αν θέλει να κερδίσει ή να χάσει.
Οι σκηνοθέτριες ξεκινάνε με την πιο δύσκολη σκηνή και σιγά-σιγά μας κερδίζουν, με τον τρόπο που κινηματογραφούν την ιστορία των πρωταγωνιστών, με σκηνές χώρια και μαζί, σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, με διαφορετικούς τόνους και φωτισμούς, με εντάσεις που αυξομειώνονται και τη μουσική να λειτουργεί μεγεθυντικά – το κομμάτι του Μπραμς «Scwesterlein» είναι και ο τίτλος της ταινίας.
Στο τέλος μας αφήνουν με τη εντύπωση πως τα νεκρά παιδιά δεν μπλέκονται μόνο στα φουστάνια της μάνας τους, αλλά και στη μνήμη των αδελφών τους και μένουν εκεί να βλέπουν τη ζωή να συνεχίζεται, να τους μιλάνε και να τους λείπουν.
Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου 2020 και είναι η επίσημη υποβολή της Ελβετίας στα βραβεία Όσκαρ 2020