(Αντρέι Ταρκόφσκι: Σινεμά σαν προσευχή)
του Andrei A Tarkovsky
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Γιατί άραγε είναι τόσο δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον Ταρκόφσκι; Τι κάνει τις λέξεις να αποδεικνύονται λίγες μπροστά σ’ αυτόν το Ρώσο μάγο του σινεμά που σημειωτέον εκνευριζόταν πολύ με τις κριτικές των ταινιών του; Το δέος που προκαλεί η ποίηση και η υπερβατικότητα των εικόνων του δεν φαίνεται να επιδέχεται εύκολης μετάφρασης ή ερμηνείας. Οι απλοί άνθρωποι είναι πιο κοντά στις ταινίες μου, υποστήριζε εκείνος, γιατί δεν προσπαθούν να τις αναλύσουν, αλλά τις νοιώθουνε, εμπλέκονται συναισθηματικά μαζί τους, ενώ οι διανοούμενοι αναλώνονται στο πεπερασμένο του συμβολισμού - εγώ, όμως, έλεγε, δεν είμαι φιλόσοφος είμαι καλλιτέχνης. «Η Τέχνη», πίστευε ο Ταρκόφσκι «είναι μια προσευχή. Η προσευχή μου». Κι αν αυτή η προσευχή μπορούσε να γίνει κοινή και μ’ άλλους ανθρώπους αυτό ήταν ύψιστη ευλογία.
Στο Αντρέι Ταρκόφσκι: Σινεμά σαν Προσευχή, ο Αντρέι Ταρκόφσκι, γιός του Αντρέι Ταρκόφσκι και εγγονός του ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι, δεν επιχειρεί μια εκ των έσω μελέτη αποκρυπτογράφησης του ταρκοσφκικού σύμπαντος. Ούτε προτάσσει επιδεικτικά τον μεγάλο όγκο του αρχειακού υλικού που υπάρχει στη Φλωρεντία. Οι εικόνες, οι σκηνές, οι φωτογραφίες, όσο υπνωτιστικά όμορφες και σημαντικές κι αν είναι, λειτουργούν ως συνοδευτικό της Πατρικής Φωνής γύρω απ’ την οποία επικεντρώνεται όλη η ταινία. Μοναδικές παρεμβολές τα ποιήματα του παππού Αρσένι αφού ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ θεωρεί την κινηματογραφική ποίηση του πατέρα του σαν μεταφορά των ιδεών του παππού του σε φιλμ.
Ο ταρκοφσκικός Λόγος -από ηχογραφήσεις που κυρίως απευθύνονταν στο γιό του- συνενώνει το προσωπικό με το καλλιτεχνικό, εξιστορώντας τη ζωή και την καριέρα του αδιάρρηκτα, αφού για το δημιουργό ζωή και σινεμά είναι ένα. Η αφήγηση, συνεπαίρνει το θεατή, φέρνοντάς του στη μνήμη διαστάσεις και ποιότητες που έχουν σχεδόν εκλείψει απ’ την καλλιτεχνική σφαίρα: το μυστηριακό, η πίστη, η πνευματικότητα, η σχέση του ανθρώπου με το θείο, ο χρόνος ως προσωπική αντίληψη, η δημιουργία ως θυσία, ο καλλιτέχνης ως ηθική οντότητα, η λαχτάρα για το Απόλυτο, η αναζήτηση της αλήθειας.
Το ντοκιμαντέρ είναι χωρισμένο σε οκτώ χρονολογικές ενότητες, κατ’ αντιστοιχία των ταινιών του Ταρκόφσκι. Η ξεκάθαρη αυτή δομή που αντιστοιχεί στο τι ένιωθε και σκεφτόταν ο σκηνοθέτης κάθε περίοδο, είναι ιδιαίτερα βοηθητική καθώς απαλλάσσει τον θεατή από δαιδαλώδεις πληροφορίες και τον βοηθά να ακούσει και να στοχαστεί απερίσπαστος πάνω στην ταρκοφσκική σκέψη. Ο σκηνοθέτης γιος, επέλεξε το πιο αυτοβιογραφικό υλικό των ταινιών του πατέρα του, έκανε γυρίσματα στα μέρη των ταινιών του πατέρα του, συζήτησε τις επιλογές του με τους συνεργάτες του, όπως τον διευθυντή φωτογραφίας, Alexsey Naidenov και τον μοντέρ, Michal Leszczylowski (που είχε δουλέψει και στη Θυσία με τον Ταρκόφσκι) και δημιούργησε ένα αποτέλεσμα πολύ προσωπικό και άμεσο τιμώντας, στο μέτρο του δυνατού, το ταρκοφσκικό ρητό ότι «βασικό καθήκον του καλλιτέχνη είναι η δημιουργία της δικής του καλλιτεχνικής γλώσσας».
Βλέποντας το ντοκιμαντέρ ο θεατής εντυπωσιάζεται από το πόσο εύκολα αναγνωρίσιμη είναι η ποιητική ιδιοφυία του Ταρκόφσκι σε κάθε μια από τις εικόνες των ταινιών του, αλλά και από το πόσο ο Λόγος αυτός που εκφέρεται απευθείας απ’ την ψυχή μεταφράστηκε κινηματογραφικά σ’ ένα αποτέλεσμα η ύπαρξη του οποίου υπερβαίνει τα επιμέρους στοιχεία του κι εντυπώνεται στο μυαλό μας ως μια ολότητα που δεν επιζητά την κατανόηση, μια και δεν είναι εκεί για να ερμηνευτεί, αλλά για το μοίρασμα και την αγάπη.