(Living Bad)
του João Canijo
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_viver-mal.jpg

Ένα ξενοδοχείο στη βόρεια πορτογαλική ακτή υποδέχεται τους επισκέπτες του για το Σαββατοκύριακο. Ένας άντρας διχάζεται ανάμεσα στην αγαπημένη του και τη χειριστική του μητέρα. Μια μητέρα ενθαρρύνει τον γάμο της κόρης της, μόνο και μόνο για να επιτρέψει τη δική της ερωτική σχέση με τον γαμπρό της. Μια άλλη μητέρα ζει μέσω της κόρης της, εμποδίζοντάς την να πάρει τις δικές της αποφάσεις και να ζήσει μια μεγάλη αγάπη. Τρεις ιστορίες, τρία οικογενειακά δράματα, διασκευές τριών έργων του Strindberg: «Παίζοντας με τη φωτιά», «Ο Πελεκάνος» και «η Μητρική αγάπη».
Το Viver Mal είναι το ανεστραμμένο είδωλο του Mal Viver. Εάν στο Mal Viver μέναμε με την οικογένεια του ξενοδοχείου, εδώ γνωρίζουμε από κοντά τους επισκέπτες του. Αυτοί που στην πρώτη ταινία εμφανίζονταν μόνο περιστασιακά -μέσα από αποσπασματικούς διαλόγους- αναδεικνύονται τώρα σε πρωταγωνιστές και γίνονται αντικείμενο παρατήρησης, ενώ τα μέλη της οικογένειας που διευθύνουν το ξενοδοχείο είναι πλέον σκιές και φευγαλέες φιγούρες. Κάποιες από τις σκηνές του Mal Viver επαναλαμβάνονται σε αυτή την αντίστροφη ταινία, συμπληρώνοντας κενά και φωτίζοντας καλύτερα τους διαλόγους και τις αντιδράσεις των καλεσμένων αλλά και των ιδιοκτητών. Φαίνεται σαν ο Canijo να επανασυναρμολογεί την κατακερματισμένη αφήγηση που στην πρώτη ταινία τροφοδοτούσε τη φαντασία του θεατή.
Ο σκηνοθέτης δηλώνει σχετικά με την πηγή έμπνευσης του Viver Mal: «Αν κάποιος δούλεψε ποτέ με εμμονή πάνω στον εγωισμό, ως αιτία του να ζεις άσχημα με τον εαυτό σου και με τους άλλους, αυτός ήταν ο August Strindberg. Εξού και η αναζήτηση έμπνευσης για τις ιστορίες των επισκεπτών στα έργα του Strindberg, τα οποία αποτελούν υποδειγματικά παραδείγματα διαφορετικών μορφών εγωισμού. Τα έργα χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως έμπνευση και χρησιμοποιήθηκαν ελεύθερα, ως μοτίβο για μια αναδιατυπωμένη επανεγγραφή, τοποθετημένη στην εποχή μας.»
Με το κινηματογραφικό αυτό δίπτυχο, ο θαυμαστής του Bergman João Canijo, πορτογάλος σκηνοθέτης του οποίου οι ταινίες αποκαλύπτουν τις υπόγειες δυνάμεις που δρουν και διαμορφώνουν το συλλογικό υποσυνείδητο της χώρας του, ανιχνεύει περιοχές γνωστές στο έργο του. Έχοντας ερευνήσει, κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τις πιο ταραχώδεις μεταμορφώσεις της πορτογαλικής κοινωνίας και τις ιστορικές και κοινωνικές αντιφάσεις που επέφεραν οι μετασχηματισμοί της, ο Canijo πιστοποιεί για άλλη μια φορά πως οι δυσλειτουργικές οικογένειες είναι το ταραγμένο σκηνικό, όπου η ψυχολογική βία(εδώ η μητριαρχική) προβάλλει ως μέσο σύγκρουσης και εξουσίας. Με το τολμηρό του αυτό διπλό project επιχειρεί ωστόσο κάτι πιο σύνθετο. Εστιάζοντας σε ένα πολυμορφικό αρχιτεκτονικό έργο, που λειτουργεί ως γοητευτικό όσο και καταπιεστικό καταφύγιο-φυλακή, διαλύει την ενότητα χώρου- χρόνου και επιτρέπει στη μία ταινία να διεισδύσει στο σώμα της άλλης. Οι δύο ταινίες λειτουργούν μόνες τους αλλά και συμπληρωματικά. Και παρά την αυτονομία τους διαπνέονται από τις ίδιες θεμελιώδεις ιδέες που συναντάει κανείς στα έργα του Bergman και του Strindberg , του άγχους και της εγωιστικής εμμονής. Ενός υπαρξιακού άγχους και ενός εγωισμού που αποτρέπουν την αγάπη να εισχωρήσει στις ζωές των ανθρώπων και τους καταδικάζουν σε μία οδυνηρή ζωή. Σε μία Mal Viver.