(Τα οχτώ βουνά)
των Felix van Groeningen & Charlotte Vandermeersch
(το σημείωμα της Charlotte Vandermeersch)
Δεν γνωρίζαμε ότι θα κάναμε αυτή την ταινία μαζί. Όλα ξεκίνησαν με την ιδέα του να γράψουμε μια εκδοχή του σεναρίου, πάνω στο οποίο δούλευε ήδη ο Φελίξ. Είχαμε ξαναδουλέψει μαζί στο σενάριο της ταινίας Ραγισμένα Όνειρα και θέλαμε να το ξανακάνουμε. Όταν ήρθε το πρώτο lockdown για τον κορονοϊό, ήδη περνούσαμε μία δύσκολη περίοδο ως ζευγάρι και ενώ όλος ο κόσμος πλέον βρισκόταν σε κρίση, εμείς αρχίσαμε να γράφουμε. Με κάποιο τρόπο νιώθαμε ότι η προσαρμογή αυτής της υπέροχα αυθεντικής ιστορίας είχε τη δύναμη να μας κάνει καλό. Και όντως έτσι έγινε.
Αυτή είναι η ιστορία μιας φιλίας, αλλά την προσεγγίσαμε σαν μία ιστορία αγάπης. Είμαστε φίλοι, εραστές και γονείς. Έχουμε έναν γιο μαζί. Η ανάπτυξη της ιστορίας της ταινίας μας ώθησε να διερευνήσουμε την πορεία των πρωταγωνιστών μεγαλώνοντας, βρίσκοντας και χάνοντας τη φιλία, αφήνοντας πίσω την οικογένεια τους και ξαναβρίσκοντας την, το ρόλο της συγχώρεσης, την αποδοχή των επιλογών των άλλων, τον θάνατο και την αποδοχή της φύσης της ζωής.
Θέλαμε να κάνουμε μια επική ταινία με λεπτές χειρονομίες. Μια ωδή στην ευθραυστότητα και στη δύναμη κάθε ζωντανού όντος, ενός ανθρώπου, ενός ζώου, ενός φυτού ή ενός βουνού. Χωρίς κυνισμό.
Εξερευνήσαμε πώς λειτουργούν οι αναμνήσεις, πώς φαινομενικά μικρά πράγματα συμβαίνουν στην παιδική ηλικία κάποιου και μετά μένουν μαζί του και αυξάνεται η σπουδαιότητα τους όσο περνούν τα χρόνια.
Ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι μας στην πόλη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και όπως τόσοι άλλοι κλεισμένοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, νιώθαμε μεγάλη επιθυμία να βρεθούμε έξω, να συνδεθούμε ξανά με τη γη. Η φύση είναι ένα μεγάλο θέμα του βιβλίου του Πάολο Κονιέττι. Όσο κάναμε την ταινία ήταν όμορφο να εξερευνούμε τον ρομαντισμό και τη μελαγχολία της φύσης, αλλά και την πραγματικότητα της που μπορεί να είναι ταυτόχρονα επικίνδυνη και ανηλεής.
Ήμασταν πολύ τυχεροί που μπορέσαμε να περιπλανηθούμε γύρω από Τα Οχτώ Βουνά, πρώτα στην φαντασία μας, αργότερα στην Ιταλία και μετά στο Νεπάλ. Μάθαμε ιταλικά, μετακομίσαμε στις ιταλικές Άλπεις για οχτώ μήνες και αργότερα ανεβήκαμε στα Ιμαλάια με ένα κινηματογραφικό συνεργείο.
Όταν βρίσκεσαι στα βουνά είσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, είναι ένα ξεκάθαρο και ειλικρινές περιβάλλον. Γιατί να θέλεις να ανέβεις στην κορυφή; Δεν υπάρχει λόγος κι όμως το κάνουμε, μόνο και μόνο για να κατέβουμε κάτω ξανά. Με δέος.
Μια μέρα την άνοιξη του 2020 δουλεύαμε πια τέσσερις μήνες το σενάριο και ήμασταν χαρούμενοι με το αποτέλεσμα. Καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας και ο Φελίξ με ρώτησε: «θα σκηνοθετήσεις μαζί μου;» Και είμαστε ακόμα εδώ, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας τη βουνοπλαγιά.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)