του Lindsay Anderson
«Η βία και η επανάσταση είναι οι μόνες γνήσιες πράξεις» λέει ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας Μικ Τράβις σε μια περίφημη ατάκα, υπερβολική ίσως, αλλά ταιριαστή με τον ένθερμο νεανικό ενθουσιασμό ενός έφηβου και το γενικότερο κλίμα της ταραγμένης εποχής των ‘60ς! Η ταινία, γυρισμένη στην πιο ταραγμένη χρονιά της δεκαετίας του ’60, σχεδόν ταυτόχρονα με τον Μάη του ’68, από έναν θρυλικό Βρετανό σκηνοθέτη, τον πρωτοπόρο του «Free Cinema» Λίντσεϊ Άντερσον (Lindsay Anderson), αποτελεί ορόσημο της αντικουλτούρας. Η νεανική αμφισβήτηση, η επανάσταση, όλα υπάρχουν μέσα στην ταινία, ωστόσο τα νοήματά της είναι περισσότερο διαχρονικά και αιώνια. Αυτό είναι που κάνει την ταινία κλασική. Δεν περιορίζει τις ανησυχίες στα γεγονότα και στο κλίμα εκείνης της εποχής, αλλά δημιουργεί μια ποιητική όσο και κυνική ταινία για την επανάσταση κάθε μαθητή που έχει περάσει από σχολική καταπίεση σε κάθε εποχή, δείχνει το στάδιο της «εξέγερσης» που σχεδόν αναγκαία ξεπηδά μέσα στην ψυχή κάθε νέου, την ανάγκη του να πει κάτι διαφορετικό, να καταλύσει τα παλιά και να δημιουργήσει έναν δικό του, καινούργιο κόσμο. Πόσο μάλλον, όταν το περιβάλλον είναι καταπιεστικό και παραδοσιακό μέχρι το κόκκαλο.
Η ταινία έχει πολλά βιογραφικά στοιχεία, καθώς ο ένας από τους σεναριογράφους του, ο Ντέιβιντ Σέργουιν, έχει ενσωματώσει πολλά στοιχεία από τις προσωπικές του εμπειρίες στο σχολείο που πήγαινε, στο Κεντ. Με αυτά τα στοιχεία στο μυαλό του, είχε γράψει αρχικά ένα σενάριο με τον τίτλο «Σταυροφόροι». Το σενάριο αυτό, ο Σέργουιν μαζί με τον συνεργάτη του σεναριογράφο Τζον Χιούλετ, το έδειξαν σε αξιόλογους ανθρώπους του χώρου, ανάμεσά τους και τον σπουδαίο αμερικανό σκηνοθέτη, Νίκολας Ρέι, που είχε σκηνοθετήσει έναν άλλο μεγάλο νεαρό επαναστάτη: τον Τζέιμς Ντιν, στην ταινία «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Στον Ρέι άρεσε πολύ το σενάριο αλλά δεν μπορούσε να το αναλάβει για λόγους υγείας και γιατί πίστευε ότι θα ταίριαζε περισσότερο σε έναν Βρετανό σκηνοθέτη. Στη συνέχεια οι δύο δημιουργοί είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Λίντσεϊ Άντερσον, ο οποίος έκανε τελικά μια από τις κλασικότερες ταινίες όλων των εποχών!
Η ταινία δεν κρύβει τις επιρροές της από άλλο ένα μεγάλο αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, τη «Διαγωγή μηδέν» του Γάλλου Ζαν Βιγκό. Ο Άντερσον έχει διατηρήσει το ίδιο σουρεαλιστικό κλίμα, εναλλάσσοντας έγχρωμα και μαυρόασπρα πλάνα, μπλέκοντας την πραγματικότητα με τη φαντασία, τις επιθυμίες των ηρώων με τα αληθινά γεγονότα, συσκοτίζοντας μάλιστα τα όρια μεταξύ τους, ώστε η ταινία να διατηρεί τη φρεσκάδα της νεανικής σκέψης αλλά και την ποιητικότητά της. Όπως και στη «Διαγωγή μηδέν», έτσι κι εδώ οι μαθητές επαναστατούν, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σάπιο, η φυγή προς τη φαντασία διέξοδος, η εξέγερση αναπόφευκτη και η εκδίκηση των μαθητών αναγκαία. Ιδιαίτερα η συγκλονιστική τελευταία σκηνή της ταινίας, που όμως δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε, αποτελεί έναν ξεκάθαρο φόρο τιμής στην ταινία του 1933, «Διαγωγή μηδέν».
Και ο τίτλος; Πώς προέκυψε το «If…»; Ο Άντερσον ήθελε έναν τίτλο που να ενσωματώνει όλο το παλαιομοδίτικο, το κοινότοπο και το πατριωτικό, που είχε αναγκαστεί και ο ίδιος να υποστεί στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τότε, του ήρθε στο μυαλό το ποίημα του Ράντυαρντ Κίπλινγκ, «Αν», που εξέφραζε όλη αυτή την κλασική, παρωχημένη, αγγλική νοοτροπία, αυτή που διδάσκονταν στα σχολεία.
Η ταινία αποτελεί μια σάτιρα με μαύρο χιούμορ της δύσκολης σχολικής ζωής στα αγγλικά δημόσια κολέγια αλλά και εκφράζει την απελπισία αυτών που θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία προς το καλύτερο. Οι μαθητές αυτού του σχολείου, προσπαθώντας να εκφράσουν την αυξανόμενη ατομικότητά τους, συναντούν έναν «τοίχο» κονφορμισμού και συντηρητισμού. Επιπλήττονται για το μήκος των μαλλιών τους ή ακόμα και για το τολμηρό χρώμα μιας μπλούζας. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο από το σύστημα να δεχτεί νέες και ουσιαστικές αλλαγές, όταν δεν μπορεί να δεχτεί απλά πράγματα, όπως θέματα ενδυμασίας! Και είναι σειρά των νέων να απορρίψουν τις αξίες αυτής της κατεστημένης κοινωνίας και της πολιτικής που ασκεί. Μέσα από το «If…» φαίνεται όλος ο σαδισμός του αντιδραστικού εκπαιδευτικού συστήματος, ο οποίος απαντάται από το αναρχικό πνεύμα της πρωταγωνιστικής παρέας, που δεν έχει σκοπό πλέον να συμμορφωθεί, να καταπιεστεί πνευματικά αλλά και σεξουαλικά.
Ιδανικός εκφραστής όλων αυτών των ιδεών στην ταινία αποδείχτηκε ο ηθοποιός Μάλκολμ ΜακΝτάουελ, που έκανε εδώ το κινηματογραφικό ντεμπούτο, με τεράστια επιτυχία. Η ταινία αυτή τον οδήγησε σε μια μεγάλη καριέρα, και εξαιτίας αυτού του ρόλου του, ο νεαρός και άπειρος ηθοποιός τράβηξε την προσοχή του μεγάλου Στάνλεϊ Κιούμπρικ, που τον καθιέρωσε στη μνήμη μας μέσα από το διάσημο «Κουρδιστό Πορτοκάλι».
Καμιά ίσως άλλη ταινία δεν κατάφερε να πιάσει τόσο εύστοχα το πνεύμα εκείνης της εξεγερμένης εποχής, κάτι που φαίνεται και από την καταλυτική τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου οι μαθητές αναλαμβάνουν δράση. Με μεταφορικό τρόπο, ο Άντερσον συλλαμβάνει το ελεύθερο και ουτοπικό πνεύμα της εποχής, τον οραματισμό και την ονειροπόληση, κάνοντας όμως μια ταινία αιχμηρή και βίαιη. Ο ίδιος ο Άντερσον, επαναστατική φύση από το σχολείο ακόμα, και έμπειρος ντοκιμαντερίστας, κατάφερε αν φέρει στην ταινία συνάμα με την ποίηση και τις μεταφορές και τον ωμό ρεαλισμό που πρέσβευε ήδη από το κίνημα του «Free cinema», ώστε η ταινία να είναι αληθινή και τα νοήματά της να είναι ουσιαστικά, όχι απλές, ανίσχυρες φαντασιώσεις. Ο κίνδυνος μέσα στην ταινία είναι αληθινός και οι μεγάλοι καλά θα κάνουν να τον λάβουν υπόψη τους, για δικό τους καλό. Η ταινία προκάλεσε αίσθηση, με την τόλμη της και την αναρχική της διάθεση και έφερε αντιδράσεις από οπισθοδρομικούς Βρετανούς ιθύνοντες, όπως έναν πρεσβευτή της Αγγλίας, που αποκάλεσε την ταινία «προσβολή στο έθνος», αλλά και του Λόρδου Μπράντμπορν, που όταν έπεσε στα χέρια του μια πρόχειρη μορφή του σεναρίου το αποκάλεσε «το πιο διαβολικό και διεστραμμένο σενάριο» που είχε διαβάσει ποτέ.
(πηγή δελτίο τύπου)