του Jerzy Skolimowski
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_eo-skolimowski.jpg

Αρκετές δεκαετίες παλιότερα, είπα σε μια συνέντευξη (νομίζω στο Cahiers du Cinema) πως η μοναδική ταινία που με έκανε να κλάψω ήταν η ταινία “Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ”. Έκτοτε, δεν έχω ρίξει ούτε ένα δάκρυ στο σινεμά. Αυτό που οφείλω στον Μπρεσόν είναι η ισχυρή πεποίθηση πως το να βάλεις έναν χαρακτήρα-ζώο σε μια ταινία δεν είναι μόνο εφικτό, αλλά μπορεί να γίνει και πηγή συναισθήματος.
(...) Πρωτίστως, ήθελα να φτιάξω μια συναισθηματική ταινία, να στηρίξω την αφήγηση στα συναισθήματα, περισσότερο από κάθε άλλη μου ταινία.
(...) Οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν λογικά επιχειρήματα και συναισθηματική γλώσσα για να εκμαιεύσουν από τους ηθοποιούς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Με τον γαϊδουράκο μου, ο μοναδικός τρόπος να τον πείσει να κάνει το οτιδήποτε ήταν με στοργή: ψιθυριστά λόγια στο αυτί του και μερικά φιλικά χάδια. Το ύψωμα της φωνής, η ανυπομονησία ή η νευρικότητα θα ήταν ο γρηγορότερος δρόμος προς την καταστροφή.
(...) Η κύρια διαφορά είναι πως τα γαϊδούρια δεν ξέρουν τι είναι η “ερμηνεία”, δεν μπορούν να υποδυθούν τίποτα, απλώς υπάρχουν. Είναι ευγενικά, στοργικά, σεβαστικά, ευγενικά και πιστά πλάσματα. Ζούνε στη στιγμή. Δεν δείχνουν ποτέ ναρκισσισμό. Ποτέ δεν συζητάνε το όραμα του σκηνοθέτη. Είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί.
(...) Όταν ο εκτροφέας μου έδειξε φωτογραφίες των διαθέσιμων γαϊδουριών, κατευθείαν επέλεξα τη σαρδηνιακή ράτσα. Ήξερα πως ο ΕΟ έπρεπε να είναι γκρίζος με λευκά σημάδια γύρω από τα μάτια. Πήγα σε ένα στάβλο στη Βαρσοβία για να δω από κοντά το ζώο που με γοήτευσε περισσότερο. Το όνομά του ήταν Τάκο. Με το που τον είδα κατάλαβα πως εκείνος θα ήταν ο σταρ της ταινίας μου. Χρησιμοποιήσαμε συνολικά 6 γαϊδούρια: τον Τάκο, τη Χόλα, τη Μαριέτα, τον Έτορ, τον Ρόκο και τη Μέλα.
(...) Τα γαϊδούρια έχουν μια αναπάντεχα ιδιοσυγκρασιακή φύση. Το κάθε ένα που προσλάβαμε είχε πολύ διαφορετικό χαρακτήρα, γεγονός που έκανε το γύρισμα κάθε σκηνής αρκετά απρόβλεπτο. Ήταν σα να προσπαθείς να λύσεις ένα παζλ καθημερινά, αναζητώντας τι αρέσει στο κάθε γαϊδούρι, τι μισεί, φοβάται ή θαυμάζει. Μερικές φορές, κάτι άκακο, όπως ένα καλώδιο πεταμένο στο έδαφος, μπορούσε να μετατραπεί σε ανυπέρβλητο εμπόδιο για εκείνα. Και απ’ την άλλη, πράγματα που θεωρούσαμε πως θα τα τρόμαζε, όπως το νερό που τρέχει από ένα φράγμα, αποδείχθηκαν πως δεν δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα.
(...) Η κοινή πεποίθηση πως τα γαϊδούρια είναι πεισματάρικα, ισχύει. Μερικές φορές ήταν ευκολότερο να προσαρμόσουμε μια σκηνή ή την κίνηση της κάμερας, παρά να πείσουμε το ζώο να κάνει κάτι που δεν ήθελε.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)