του Θόδωρου Αγγελόπουλου
(η κριτική του Θόδωρου Σούμα)
Το 1984 ο Αγγελόπουλος γυρίζει το λυρικό, προοδευτικό κι αριστερό, ανθρωπιστικό φιλμ, τρόπον τινά ποιητικού ρεαλισμού, "Ταξίδι στα Κύθηρα". Η ταινία αφηγείται, μέσα από το πρίσμα ενός σκηνοθέτη και γιου (Τζούλιο Μπρότζι) ο οποίος σκέφτεται, φαντάζεται την επόμενη ταινία του, τις περιπέτειες της επιστροφής στο χωριό του, ενός πολιτικού πρόσφυγα από την ΕΣΣΔ, πρώην αντάρτη του Δημοκρατικού στρατού, απολωλότος συζύγου και πατέρα (του σκηνοθέτη). Πρόκειται για τη μάταιη επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα του, όπου βασική συμπαραστάτης του είναι η πιστή γυναίκα του Πηνελόπη. Ο ξεροκέφαλος γέρος αρνείται να υπογράψει την παραχώρηση των χέρσων χωραφιών του για να κτισθεί ένα μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα και γι’αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τους συγχωριανούς του (και με την κόρη του, "ερωτομανή" ηθοποιό). Δεν μπορεί να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, μετατρέπεται σε έναν ξένο στον γενέθλιο τόπο του, περιέρχεται σε αδιέξοδο, κοινωνικό, πολιτικό και οικογενειακό, και απομονώνεται... Οι δυσαρεστημένοι συγχωριανοί του, για να τον ξεφορτωθούν, βάζουν τις αρχές να τον διώξουν από τη χώρα, μιας και δεν έχει ακόμη ιθαγένεια, και είναι τυπικά άπατρις, με άδεια παραμονής που μπορεί να ανακληθεί. Η ταινία διακρίνεται για την εναργή σκιαγράφηση των σχέσεων των προσώπων, των χαρακτήρων της μυθοπλασίας. Το σύνολο χρωματίζεται με τα ζοφερά, απαισιόδοξα χρώματα μιας αδιεξοδικής, απελπιστικής ανθρώπινης και κοινωνικής κατάστασης, με κάποιες νοσταλγικές νότες για ένα πολύ απομακρυσμένο, χαμένο πια παρελθόν.
Ο υπεύθυνος για την απέλασή του αστυνομικός, τον επιβιβάζει σε μια σχεδία και τον απομακρύνει ως τα διεθνή χωρικά ύδατα, μέχρι να μπορέσει να τον ξαποστείλει με κάποιο καράβι. (Ο Αγγελόπουλος δείχνει να συγχέει τα κατασταλτικά μέτρα που μπορούσαν να παρθούν στην ΕΣΣΔ, από την οποία ήρθε ο πρώην αντάρτης, και τα οποία δείχνει με ενάργεια στη μεταγενέστερη "Σκόνη του χρόνου" (2008), με το τι γινόταν στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης). Τα αντιδραστικά όργανα του "αντιδραστικού" ελληνικού κράτους μπορούν - ποιητική αδεία - να κάνουν οποιαδήποτε αυταρχική κι απολυταρχική αυθαιρεσία... Διότι, άλλωστε, η ταινία κινείται σε μια ατμόσφαιρα ποιητική και λυρική. Έτσι ο μαρξιστής, τότε, σκηνοθέτης (μάλλον όχι μαρξιστής μέχρι τέλους) μπορεί να κατασκευάσει και να προβάλλει τα όποια αριστερά, σχηματικά, σχεδόν μεσσιανικά (στο ρόλο του Μεσσία οι κομμουνιστές αντάρτες και αγωνιστές), καταγγελτικά οράματά του, που είδαμε και στους απλουστευτικούς πολιτικά, "Κυνηγούς" (1977), ακόμη κι αν δεν συνάδουν με την πραγματικότητα της Ελλάδας, της ελληνικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας... Στο τέλος, ο γέρος, πάνω στη σχεδία, φεύγει προς έναν ου-τόπον, προς τον θάνατο, εκτός μυθοπλασίας, πέραν του συγκεκριμένου ελλαδικού χωροχρόνου…
Αναφορικά με τη σκηνοθετική φόρμα, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί σχετικά πιο κοντινά και σύντομα πλάνα από τα γενικά και αργόσυρτα του Μεγαλέξαντρου (1980). Δείχνει να πήρε υπόψη του τις κριτικές που άκουσε για το προηγούμενο φιλμ του, να πλησίασε με την κάμερα -και το συναίσθημα- περισσότερο τους χαρακτήρες του, αφήνοντας τα τεράστια, αργά, περιστροφικά πλαν-σεκάνς, μονοπλάνα 360 μοιρών…
Το "Ταξίδι στα Κύθηρα", "Ο μελισσοκόμος" (1986) και το "Τοπίο στην ομίχλη" (1988), διαδοχικά γυρισμένα, αποτελούν την Τριλογία της σιωπής, όπως θα ονομασθούν από τον Θ.Αγγελόπουλο.