(One Fine Morning)
της Mia Hansen-Løve
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
Σκηνές από την καθημερινότητα μιας νεαρής γυναίκας στο Παρίσι. Συνεχείς διαδρομές με τα πόδια, το μετρό, το λεωφορείο. Επισκέψεις και επαγγελματικές υποχρεώσεις, με μια θλίψη και ένα σφιγμένο χαμόγελο πάντα. Αλλά και στιγμές ξεγνοιασιάς, επιθυμίας, ερωτικού πάθους. Γιατί η Sandra που έχει να φροντίσει έναν πατέρα που υποφέρει από μια σπάνια παραλλαγή του Αλτσχάιμερ, είναι διερμηνέας και μητέρα μιας οχτάχρονης κόρης που τη μεγαλώνει μόνη μετά το θάνατο του άντρα της, ενώ ένα τυχαίο γεγονός θα την φέρει μετά από καιρό στην αγκαλιά ενός άντρα αλλά και στις ταλαντεύσεις μιας δύσκολης σχέσης. Σε μια ταινία που φαίνεται να ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην αβάσταχτη βαρύτητα και τη ζωογόνα ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η Sandra, ως γνήσια ηρωίδα της Mia Hansen-Løve, ισορροπώντας ανάμεσα σε διαφορετικούς ρόλους αλλά και σε αυτό που επώδυνα τελειώνει και σε κάτι νέο που αβέβαια έρχεται, εξακολουθεί να προχωρά διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη, παρά τις αντιξοότητες.
Υπάρχει μια αυστηρότητα, που εδώ λειτουργεί σχεδόν παρηγορητικά , στον τρόπο που η σκηνοθέτιδα διαχειρίζεται τους αφηγηματικούς χρόνους που αφορούν κυρίως τους αντρικούς πόλους που πλαισιώνουν την κεντρική ηρωίδα αλλά και τις οικογενειακές πτυχές, οι οποίες εξελίσσονται παράλληλα. Από τη μια ο πατέρας, πρώην καθηγητής φιλοσοφίας, λάτρης της ανάγνωσης και τραγικά αποκλεισμένος από αυτήν -λόγω μιας εκφυλιστικής ασθένειας-, κάτοχος μιας πολύχρωμης βιβλιοθήκης που αποτελεί αναπαράσταση του κόσμου του αλλά και του ίδιου, βυθίζεται σταδιακά στα σκοτάδια της απώλειας, ενός χάσματος ατελείωτου, που επιτρέπει μικρές μόνο αναλαμπές, όπως περιγράφει στο ημερολόγιό του παραπέμποντας στην «Πραγματεία περί απελπισίας» του Κίρκεγκωρ. Από την άλλη ο εραστής-σύντροφος, που προσπαθεί να κατανοήσει το άπειρο συλλέγοντας εξωγήινη σκόνη, γοητευτικός αλλά και απρόβλεπτος γιατί κουβαλάει τα προσωπικά του προβλήματα, έρχεται να προσφέρει προσωρινή διέξοδο αλλά και μια συγκρατημένη υπόσχεση αγάπης. Οι συναντήσεις του ζευγαριού, ρομαντικά ιντερμέδια που προσδίδουν μια αίσθηση μελαγχολικής ομορφιάς, συνιστούν εξαιρετικές στιγμές μιας απόλυτα γειωμένης ταινίας που σβήνει επιμελώς τα ίχνη οποιουδήποτε μελοδραματισμού, όπως και τα πνιγμένα δάκρυα της κεντρικής ηρωίδας.
Στην πιο φαινομενικά απλή και ως ένα βαθμό πιο ώριμη ταινία της η γαλλίδα δημιουργός, οξυδερκής παρατηρήτρια των μικρών καθημερινών στιγμών που καθορίζουν και επαναπροσδιορίζουν τη ζωή μας αλλά και των οικογενειακών σχέσεων και του χρόνου που περνάει, επιστρέφει με ένα θέμα γνωστό στη φιλμογραφία της, αυτό του μεταίχμιου και των μεταμορφώσεων, αυτής της γλυκόπικρης κατανόησης του φευγαλέου και του εφήμερου. Πορτρέτο μιας γυναίκας σε μετάβαση αλλά και τρυφερή μελέτη της πολυπλοκότητας της ζωής, το «Ένα ωραίο πρωινό», έχοντας αυτοβιογραφικές ρίζες (θα έλεγε κανείς και παραμυθικές), διαπνέεται από μια λυρική απλότητα (που ενισχύεται από το επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα του Jan Johannson) και μια φωτεινή διαύγεια, όπως προαναγγέλλει και ο τίτλος του. Με ένα μοντάζ που καθορίζει τη ροή της ταινίας κατακερματίζοντας την αφήγηση σε μικρές ισοβαρείς δόσεις, η Mia Hansen-Løve μάς περιορίζει στο ουσιαστικό, εντείνοντας την αίσθηση της αναμονής και της γρήγορης εναλλαγής των συναισθημάτων, σε αυτό το αιώνιο εκκρεμές θνητότητας- επιβίωσης. Η ηρωίδα, που την ενσαρκώνει υπέροχα η Léa Seydoux με έναν ετερόκλητο συνδυασμό αισθησιακής αθωότητας και δυναμικής επίγνωσης, ταλανίζεται κι αυτή όχι μόνο μεταξύ χαράς-λύπης αλλά και ανάμεσα σε δύο βαθιά επώδυνες συνθήκες. Μιας μη αναστρέψιμης και μιας διαρκώς ανατρεπόμενης. Με τη μητρότητα να λειτουργεί ως το ενδιάμεσο καταφύγιο, συνδετικός κρίκος και των τριών παραμένει πάντα η αγάπη. Γιατί, όπως ερμηνεύει με χαμηλόφωνη ευαισθησία και ο Bill Fay στο τραγούδι των τίτλων τέλους, τελικά «Love will remain».