(All To Play For)
της Delphine Deloget
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Η Συλβί εργάζεται σε μπαρ και μεγαλώνει μόνη τους δύο γιούς της, τον γαλήνιο έφηβο Ζαν-Ζακ και τον μικρότερο και πολύ πιο νευρικό, Σοφιάν. Τους υπεραγαπά και τους φροντίζει όσο μπορεί, αναγκάζεται, όμως, λόγω δουλειάς, να τους αφήνει για λίγο μόνους κάποιες νύχτες. Μια τέτοια βραδιά, ο Σοφιάν ξυπνάει και θέλοντας να τηγανίσει πατάτες καταλήγει στο νοσοκομείο μ’ έγκαυμα. Η πρόνοια προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της, εκείνη, όμως, δεν δίνει την απαιτούμενη σημασία και πριν καν καταλάβει τι γίνεται της παίρνουν το παιδί απ’ το σπίτι. Απέναντι σ’ ένα άκαμπτο σύστημα που δεν βλέπει τους δικούς του περιορισμούς, η Συλβί αρχίζει να χάνει την ψυχραιμία της. Ή μήπως και τη λογική της;
Ταινία όχι ίσων αποστάσεων, αλλά ούτε κι απόλυτης θέσης, που δείχνει τα στραβά και τα ευάλωτα όλων των πλευρών, όσο και τις καλές τους προθέσεις, κι υπερασπίζεται το δικαίωμά της σε νηφάλιες κρίσεις, ανθρωποκεντρική ματιά κι ανατροπές, το Rien à perdre της Ντελφίν Ντελοζέ, δεν γίνεται ποτέ Κεν Λόουτς ή αδελφοί Νταρντέν, αγγίζει, όμως, συναισθηματικά το θεατή, και κερδίζει το ενδιαφέρον του, μέσα απ’ τη δική της, διακριτή αξία. Με ζωντάνια, αμεσότητα, ωραίους ρυθμούς, πολύ καλή δουλειά στους χώρους, στα σκηνικά και στη δόμηση στέρεων, δεύτερων χαρακτήρων, και με τη βοήθεια μιας πολύ δυναμικής ερμηνείας απ’ την πρωταγωνίστρια Βιρζινί Εφιρά, η ταινία παρουσιάζει, τον αγώνα μιας γυναίκας ενάντια σ’ ένα σύστημα που λέει πως ωφελεί τα παιδιά, αλλά με τις προκάτ λύσεις και απόψεις του, συχνά συμπιέζει και διαλύει τα ίδια και τους γονείς τους.
Παλεύοντας ενάντια στο παράλογο, η Συλβί χάνει σιγά-σιγά την αρχική της συγκρότηση κι αρχίζει να μοιάζει μ’ αυτό που οι άλλοι νομίζουν, καταδυόμενη όλο και πιο πολύ, μέσα στα δικά της ελλείμματα, προσωπικά και οικογενειακά, και στις αδυναμίες του περίγυρου που δεν θέλει ή δεν μπορεί να βοηθήσει. Τα αδέλφια της κι ο άλλος της γιός Ζαν-Ζακ (ο πιο σπαρακτικός χαρακτήρας όλης της ταινίας έτσι όπως συνεχώς προσπαθεί να μην στενοχωρήσει κανέναν) συμπιέζονται κι αυτοί κι αποτελούν,- όπως κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες όσο λίγο κι αν εμφανίζονται-, ένα μικρό ξεχωριστό σχόλιο πάνω σε μια πτυχή του θέματος- σε μια ταινία που τα βάζει όλα υπαινικτικά -έως και το πολιτικό της σχόλιο-, αλλά δεν αφήνει τίποτα απ’ έξω. Κι εκεί που φαίνεται πως η ευθύνη για την τελική κρίση θα μείνει μάλλον στο θεατή, η ταινία τελευταία στιγμή τον βγάζει απ’ τη δύσκολη θέση.
Δείχνοντας την αυξανόμενη ψυχική ευαλωτότητα της Συλβί σ’ αντιδιαστολή με τις -συνήθως ανεπαρκείς- καλές προθέσεις των υπολοίπων, το Rien à perdre εστιάζει σε μια πλευρά των πραγμάτων που ο κινηματογράφος θέσης συχνά δεν καταγράφει ή θέλει να αγνοεί, το πόσο δηλαδή πολλές φορές, καμιά πλευρά δεν είναι απόλυτα λάθος ή σωστή και τα πράγματα εξελίσσονται, με βάση μια νομοτέλεια που αντιστοιχεί στην επικρατούσα δυναμική των συστημάτων. Και πάλι, όμως, αυτοί που εκφράζουν τη δυναμική της εξουσίας, όσο δεν θεωρούν καθήκον τους την αμφισβήτηση, συντελούν, κι ας μην το θέλουν, στο άνθρωποι καλοί κι ικανοί στους ρόλους τους (όπως είναι εδώ κι η Συλβί ως μητέρα), να συνθλίβονται και να χάνονται στις ρωγμές ενός συστήματος που τραβάει συνεχώς το χαλί κάτω απ’ τα πόδια τους, λέγοντας πως τους βοηθά, ενώ στην πραγματικότητα έχει αποφασίσει από πριν πως δεν αξίζουν τη λύση που θέλουν.