(Vincent must die)
του Stéphan Castang
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_vincent-doit-mourir.jpg

Ένα κακόγουστο αστείο στον χώρο εργασίας θα γίνει για τον Vincent η αρχή των κακών. Ύστερα από δύο παράλογα βίαιες επιθέσεις εναντίον του, σύντομα θα διαπιστώσει ότι δεν είναι μόνο οι συνάδελφοι στο γραφείο αλλά και όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεται σε οπτική επαφή επίδοξοι δολοφόνοι του. Από την εύσωμη κυρία στο τιμόνι σε μια τυχαία διασταύρωση -που τον καταδιώκει ανελέητα- μέχρι τα φαινομενικά αθώα παιδιά του γείτονα. Ο Vincent, ένας αδιάφορος και μάλλον υποτονικός γραφίστας, κολλημένος συνήθως στον υπολογιστή του, μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το εργένικο διαμέρισμά του στη Λυών και να καταφύγει στο πατρικό του στη γαλλική ύπαιθρο. Αλλά και εκεί ο εφιάλτης συνεχίζεται. Η ανακάλυψη ωστόσο ότι δεν είναι μόνος, μέσα σε αυτό το αυξανόμενο κύμα βίας (που όπως ακούγεται από το ραδιόφωνο αρχίζει να παίρνει διαστάσεις πανδημίας και ξυπνάει στο θεατή πρόσφατες μνήμες), ένα συμπαθέστατο bull terrier που παίρνει ως φύλακα και κυρίως η συνάντησή του με μια φιλική σερβιτόρα που εξελίσσεται σε παράτολμη ερωτική περιπέτεια, όλα αυτά μετριάζουν κάπως τη μοναξιά του, χωρίς να αναιρούν τους κινδύνους. Οι άλλοι για τον Βίνσεντ εξακολουθούν να είναι μία κόλαση.
Συναρπαστικό μείγμα κινηματογραφικών ειδών, ψυχολογικού θρίλερ, ταινιών τρόμου, επιστημονικής φαντασίας και μαύρης κωμωδίας η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Stéphan Castang είναι κάτι παραπάνω από μια δυστοπική ταινία επιβίωσης. Αλληγορία για την ολοένα αυξανόμενη εχθρότητα, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα και την ανεξέλεγκτη και αδικαιολόγητη βία που κατακλύζουν τον πλανήτη, η ιστορία του Vincent εξελίσσεται σε παρανοϊκό εφιάλτη αλλά και αναζήτηση σωτηρίας στο τελευταίο εναπομείναν οχυρό, αυτό των εγγύτερων ανθρώπινων σχέσεων. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε δηλώσεις του δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην τελευταία ρομαντική εκδοχή, επισημαίνοντας ότι η ταινία, που βασίστηκε σε σενάριο του Mathieur Naert, είναι μια ιστορία για τη συνάντηση δύο κατατρεγμένων, που αντιπαλεύουν μαζί την κοινωνική παράνοια και βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον.
Σε έναν κόσμο (νοσηρής) κανονικότητας τι γίνεται όταν αρχίζουν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα; Όταν ένα λάθος βλέμμα μπορεί να ξεσηκώσει εναντίον σου κύματα φονικής οργής; Όταν οι γείτονες γίνονται εχθροί και όταν και η ίδια σου η οικογένεια δε σου παρέχει πλέον καμία εγγύηση ασφάλειας; Ή ακόμα χειρότερα, όταν μια απλή συνάντηση μπορεί να εξελιχθεί σε τρομακτική μάχη σώμα με σώμα ή ανεξήγητη ομαδική καταδίωξη από δαιμονισμένους; Στο Vincent doit mourir το άγχος και η αγωνία αυξάνονται σταδιακά σαν παλιρροιακό κύμα και η σπίθα γίνεται πυρκαγιά που πυρακτώνει τον μακρινό ορίζοντα. Και μπορεί κινηματογραφικές αναφορές όπως αυτές του John Carpenter(The Fog) και του George Romero (Night of the Living Dead) ή ακόμα και του Alfred Hitchock (The Birds) να γίνονται αισθητές, η ταινία ωστόσο φαίνεται να κλίνει περισσότερο προς την μαύρη κωμωδία, με τον δημιουργό της να αναφέρει ως πηγή έμπνευσης το After Hours του Scorsese. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η επιλογή του Karim Leklou για τον ρόλο του πρωταγωνιστικού αντιήρωα. Στο πρόσωπο και στη σωματική του κίνηση συναντιούνται αριστοτεχνικά η παθητικότητα και το μπουρλέσκ, η αδεξιότητα και ο πανικός, η άγρια αλλά και τρυφερή φύση του ανθρώπου.