της Elena Martín Gimeno
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Η νεαρή Μίλα δυσκολεύεται να χαρεί το σεξ κι όλες της οι προσπάθειες να βελτιώσει την κατάσταση, όχι απλά δεν αποδίδουν καρπούς αλλά την απομακρύνουν κι απ’ το σύντροφό της. Και σαν να μην φτάνει αυτό, το δερματικό εξάνθημα που έχει απ’ την παιδική της ηλικία συνεχίζει να την ταλαιπωρεί. Θα μπορούσαν άραγε τα δύο αυτά με κάποιο τρόπο να συνδέονται; Και επηρεάζεται ίσως η όλη κατάσταση απ’ την απρόθυμη για συζήτηση στάση του μπαμπά της; Καθώς η Μίλα θυμάται τον εαυτό της ως παιδί και έφηβη μοιάζει σαν η σεξουαλική αφύπνιση και το εξάνθημα ν’ άρχισαν μαζί να την βασανίζουν και να την τρώνε…
Όσο κι αν λέμε πως όλα δείχνονται πιο εύκολα στο σινεμά, αυτό ακριβώς αποτελεί και μια εγγενή παγίδα του μέσου, αφού η αμεσότητα της εικόνας μπορεί να γίνει περιοριστική ή παρεξηγήσιμη, κι υπάρχουν πολλοί σκόπελοι που πρέπει ν’ αποφύγει κανείς, όταν ας πούμε θέλει να ξετυλίξει εν είδη κινηματογραφικής αναπαράστασης το πώς κατέληξε απαγορευμένη, ενοχική κι ανικανοποίητη η σεξουαλική επιθυμία μιας νέας γυναίκας. Αξίζει λοιπόν ένα μεγάλο μπράβο -κι οι Κάννες της το είπαν ήδη με τη μορφή βραβείου- στην Elena Martín Gimeno που στην πρώτη της ταινία, Creatura, κατόρθωσε να φέρει εις πέρας ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, και να δείξει με αναζωογονητική αμεσότητα, οπτική ειλικρίνεια, μεγάλη παραστατικότητα, αλλά και πολύ σωστή αντίληψη του μέτρου, μέσα από ένα συνεχές πάρε-δώσε του φακού με το πρόσωπο και το σώμα της πρωταγωνίστριας, στις διαφορετικές της ηλικίες, και με εύστοχες σεναριακές συμπυκνώσεις, που αφήνουν χώρο και για αυτοσχεδιασμό τα τί και τα πώς της σεξουαλικής δυσκολίας της Μίλα.
Η σκηνοθέτης τροποποιεί τους ρυθμούς και το στιλ της ταινίας, ανάλογα με την ηλικία της πρωταγωνίστριας, θέλοντας να αναδείξει με τον τρόπο αυτό, τις διαφορές στα αισθήματα ελαφράδας, αποδοχής κι απόλαυσης και στο πώς εξελίσσονται οι απαγορεύσεις κι οι ενοχές στο τρίπτυχο παιδική ηλικία εφηβεία-ενηλικίωση, παίζει με τους χρόνους για να καταστήσει τις αναμνήσεις πιο διαυγείς και κινηματογραφεί από διαφορετικές αποστάσεις και γωνίες -και συχνά με μια αίσθηση υποδόριου χιούμορ- τα πρόσωπα και τα σώματα των τριών πολύ εκφραστικών ηθοποιών που ενσαρκώνουν τη Μίλα (με τη Μίλα παιδί να είναι η πιο αξιολάτρευτη όλων – και τη σκηνοθέτρια να έχει βρει μια εξαιρετική ισορροπία στην κινηματογράφησή της), για να φωτίσει την πορεία του κοριτσιού. Από τις πρώτες, ασυναίσθητες παιδικές αυτό-ερωτικές εκφράσεις, προς έναν πατέρα που αδυνατεί να διαχειριστεί την λατρεία της κόρης του, στην σεξουαλική τολμηρή κι ενοχική μαζί σεξουαλική αφύπνιση της εφηβείας, που βρίσκει απέναντι τους γονείς και τον περίγυρο αλλά εν μέρει και την ίδια την Μίλα που έχει ήδη απωθήσει και καταστήσει απαγορευμένο αυτό που ποθεί, μέχρι την ατελή ερωτική ενηλικίωση που όσο το απαγορευμένο δεν γίνεται αποδεκτό δεν πρόκειται ποτέ να ευοδωθεί πλήρως. Κατ’ αυτή την έννοια το εξάνθημα που φουντώνει και ταλαιπωρεί την Μίλα, δεν είναι μόνο μια σεξουαλική μεταφορά, αυτού που δεν μπορεί να ειπωθεί, αλλά εκφράζει και την άρνηση της Μίλα να συνθηκολογήσει με την απαγόρευση, αποτελεί μια οδυνηρή υπενθύμιση που εμποδίζει το θέμα να ξεχαστεί, αναγκάζοντάς την να βρει μια λύση.
Κι αν στο τέλος αυτό που φαίνεται να επαναφέρει τη ροή, είναι η υπενθύμιση μιας μητρότητας που τ’ αποδέχεται όλα και καλύπτει κάτω απ’ τις φτερούγες της την απαγορευμένη επιθυμία της Μίλα, δεν είναι βέβαια έτσι ακριβώς, κι η ταινία το έχει ήδη δείξει, όπως, όμως, συμβαίνει και στην πραγματική ζωή, έτσι και στο σινεμά, συχνά η μόνη αλήθεια που έχει σημασία είναι αυτή που βοηθά κάποιον να νοιώσει αποδεκτός, κι έτσι μόνο μπορούν να ξεμπλοκάρουνε όλα.