της Birgitte Stærmose
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
1999. Πορείες προσφύγων στα βουνά. Ο πόλεμος στην τότε γιουγκοσλαβική επαρχία του Κόσοβου...
Λίγους μήνες μετά. Μια ομάδα παιδιών που ζουν τη ζωή της πόλης μετά τον πόλεμο στην Pristina. Πουλάνε τσιγάρα, φιστίκια, τηλεκάρτες, ζητιανεύουν τα βράδια για να συνεισφέρουν στα οικονομικά των οικογενειών τους. Εκπορνεύονται στα ξενοδοχεία πολυτελείας… Και στις στιγμές της σχόλης ψαρεύουν στα ποτάμια. Οι μνήμες του πρόσφατού πολέμου, τα τραύματα και οι καταστροφές που αυτός έχει αφήσει πίσω του. Τα συναισθήματα, τα όνειρα και οι προσδοκίες για το μέλλον τους...
Οι έφηβοι απευθύνονται κατά πρόσωπον στο φακό για να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους. Η σκηνοθεσία σχεδιάζει με πρώτη ύλη τις εμπειρίες του πολέμου και τα συναισθήματα, μια σειρά από ψυχολογικά πορτρέτα αυτών των έφηβων, σχεδόν νεαρών, που ενηλικιώνονται απότομα και βίαια, μπροστά στον κινηματογραφικό φακό. Ό,τι εντυπωσιάζει είναι το πρόσωπο και το βλέμμα τους καθώς κοιτάζουν τον θεατή: δεν υπάρχει εδώ κάποιοι είδους προσποίηση, αλλά η αλήθεια μιας δύσκολης και πολλές φορές τραγικής ζωής.
Τα ίδια παιδιά, στο σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά. Αφηγούνται τις ιστορίες τους. Στο φόντο τα τεράστια οικιστικά συγκροτήματα, κληρονομιά του σοσιαλιστικού παρελθόντος (ή μαρτυρίες του καπιταλιστικού παρόντος;). Οι ήρωες στην ηλικία των 30. Επαγγελματίες, πλέον στην βιοπάλη. Κάποιοι έμειναν καθηλωμένοι στην προηγούμενη ζωή. Άλλοι αναζήτησαν την τύχη τους αλλού. Ενδιάμεσες σκηνές μας υπενθυμίζουν πού βρισκόμαστε: την τοπογραφία του χώρου, το κοινωνικό, πολιτισμικό, θρησκευτικό ανάγλυφο του τόπου.
Και μετά το μέλλον. Οι καθοριστικές εμπειρίες της μετανάστευσης και τις προσφυγιάς...
Επιλέγοντας τόνους σκοτεινούς και χρωματισμούς σκούρους, η δανή σκηνοθέτις κάνει μια καθοριστική αισθητική επιλογή: Ό,τι βλέπουμε είναι το έρεβος του πολέμου, τα ανεξίτηλα σημάδια που αφήνει στις ψυχές και τα συναισθήματα. Ακροβατώντας διαρκώς μεταξύ της ταινίας μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, η ταινία διαθέτει τόσο την αλήθεια ενός ντοκουμέντου για τον πόλεμο, αλλά και τη ψυχολογική ενδοσκόπηση μιας ταινίας μυθοπλασίας. Και είναι αυτό το υβριδικό στοιχείο, το δισυπόστατο της φόρμας, η αμφισημία της φύσης των εικόνων που δίνει όλη τη δύναμη στην αφήγηση της ταινίας.
Φεστιβάλ Βερολίνου 2024