(Sleeping with a tiger)
της Anja Salomonowitz
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Ταινία για τη ζωή μιας από τις σημαντικότερες εικαστικές καλλιτέχνιδες του 20ου αιώνα, την Αυστριακή Μαρία Λάσνιγκ/ Maria Lassnig, γνωστή στο ελληνικό κοινό και για την αγάπη που είχε στην χώρα μας, το Sleeping with a tiger της Anja Salomonowitz διατρέχει μη γραμμικά αλλά απόλυτα απτά ως υβριδική δημιουργία ανάμεσα στην μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ την πορεία της Λάσνιγκ από την παιδική της ηλικία μέχρι το θάνατό της. Από την αφάνεια μέχρι την καταξίωση, από τη Βιέννη, μέχρι το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη και πίσω στη Βιέννη, βλέπουμε την καλλιτεχνική της εξέλιξη και την πορεία της ζωής της μέσα από τη βασικά σωματική ερμηνεία της Μπίργκιτ Μίνισμαγερ που υποδύεται λιτά, τραχιά και με συγκεκριμένες φιοριτούρες την Λάσνιγκ σ’ όλες της τις ηλικίες χωρίς μακιγιάζ ή άλλα βοηθήματα – ένα παρακινδυνευμένο πείραμα που όμως δικαίωσε τόσο την ηθοποιό, όσο και τη σκηνοθέτη.
Η αφήγηση κάνει κοινωνικοπολιτικές αναφορές στο φασισμό και στο πώς κάποια καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής του αντιτάχθηκαν, παρουσιάζει τα πρώτα βήματα της Λάσνιγκ και τον έρωτά της με τον νεότερό της καλλιτέχνη Άρνουλφ Ράινερ, δείχνει τις δυσκολίες της να καθιερωθεί, επανέρχεται σε τραυματικές παιδικές της αναμνήσεις, συνδέοντάς τα όλα με την εξέλιξή της ως καλλιτέχνη. Φανερώνει επίσης στο θεατή τον μοναδικό της τρόπο ν’ αποτυπώνει στον καμβά το σώμα της έτσι όπως το ένιωθε τη δεδομένη στιγμή -γι αυτό και συχνά κάποια μέλη λείπουν- μια δική της θεωρία για την «επίγνωση του σώματος» και για έργα τέχνης που αποτυπώνουν στιγμές μιας αέναης εσωτερικής ενδοσκόπησης, σαν ένα είδος ψυχικών, λυτρωτικών σέλφι. Η ουσιώδης φεμινιστική διάσταση του έργου της, αναδεικνύεται απ’ την ταινία, που δείχνει επίσης ότι και πολλές δυσκολίες της στο να καθιερωθεί οφείλονταν στο ότι ήταν γυναίκα και ίσως και γι αυτό οι γκαλερίστες της εποχής δυσκολεύονταν να θεωρήσουν τη ματιά της ως πρωτοποριακή ή ως κάτι που θα μπορούσε να γίνει της μόδας, εφόσον δεν αντιστοιχούσε σε γνώριμες ματιές ανδρών καλλιτεχνών. Η επιμονή της Λάσνιγκ, όμως, στον τρόπο της και στις αποτυπώσεις του εσωτερικού της διαλόγου με το σώμα και το φύλο της, αλλά κι η ευελιξία της να εκφράζεται στο μεσοδιάστημα και σ’ άλλες φόρμες, σε ταινίες ή γλυπτά, την οδήγησαν κάποια στιγμή σε απόλυτη εμπορική και καλλιτεχνική καταξίωση και στο να γίνει η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια ζωγραφικής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Μέσα από πολλές σκηνές που αντιπαραβάλλουν το πραγματικό της σώμα να κινείται στο χώρο, ενώ τα έργα της που το αναπαριστούν βρίσκονται στο πάτωμα ή στον τοίχο, η ταινία κάνει τον θεατή ν’ αντιληφθεί σχεδόν σπλαχνικά τον τρόπο που οι αυτοπροσωπογραφίες της συνιστούν ένα είδος ξεγυμνώματος, κυριολεκτικού και μεταφορικού, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν κοινωνικά και πολιτικά σχόλια για την θέση της γυναίκας και την εποχή της. Η ταινία δείχνει ξεκάθαρα τη σπουδαιότητα της Λάσνιγκ ως καλλιτέχνιδος, δεν γίνεται, όμως, αγιογραφία, αντίθετα με καλοπροαίρετη διάθεση αναδεικνύει και τα κακώς κείμενά της. Τα εξοντωτικά παράπονα και τα νάζια, οι ανασφάλειες κι ο ναρκισσισμός της, η καταφυγή σε τεχνάσματα για να περάσει το δικό της και η αδιαφορία της για τις ανάγκες του άλλου, απόρροια ίσως της σοβαρότητας των δικών της, εσωτερικών προβλημάτων παρουσιάζονται ευκρινώς χωρίς ωραιοποιήσεις ή υπερβολές, άμεσα και με ειλικρίνεια. Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζεται και το θάρρος της, ο αυτοσαρκασμός της, ο γενναίος αγώνας της για ψυχική επιβίωση, οι σωματικές δυσκολίες της, τα βαθιά τραύματα που της άφησε η μητρική σκληρότητα έτσι όπως την κατέτρεχε ως ανεξίτηλη ανάμνηση σ’ όλη τη ζωή της. Η γεμάτη ανθρωπιά στάση του βοηθού της απέναντί της τα τελευταία χρόνια της ζωής της -κι ας τον βασάνιζε με τις κυκλοθυμίες της- δίνει μια αναγκαία νότα τρυφερότητας στην αφήγηση. Όλα αυτά μαζί με την ιδιόρρυθμη προσωπικότητα της Λάσνιγκ καθιστούν την ταινία πολύ ενδιαφέρουσα, κι ό,τι μικρές αντιρρήσεις έχει κανείς τις ξεχνάει στην πορεία. Ακόμα πιο σημαντικό, όμως, για το θεατή θα είναι η ευκαιρία να δει μαζεμένα τόσα πολλά έργα της να του φωνάζουν πως πρόκειται για σπουδαία τέχνη ακόμα και μέσα απ’ το πανί καθιστώντας του απόλυτα διαυγές κι ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής της.
Φεστιβάλ Βερολίνου 2024