του Boris Lojkine
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_l-histoire-de-souleymane.jpg

Ποια είναι η ιστορία του Σουλεϊμάν; Αυτή που προβάρει επανειλημμένα, καθώς διασχίζει με γρήγορες πεταλιές τους πολυσύχναστους δρόμους του Παρισιού για να παραδώσει γεύματα ή η πραγματική ιστορία που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του για καλύτερες συνθήκες ζωής(sic); Ή μήπως «Η Ιστορία του Σουλεϊμάν», αφρικανού πρόσφυγα από τη Γουϊνέα, είναι αυτή που βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας με αγχωτικούς ρυθμούς, στην τρίτη ταινία του Boris Lojkine; Ένας εξουθενωτικός αγώνας δρόμου σε μια νυχτερινή μητρόπολη, που τα φώτα της εντείνουν τη θλίψη αλλά αφήνουν και μικρές χαραμάδες ανθρωπιάς;
Ο Souley του Παρισιού, όπως τον αποκαλούν οι συμπατριώτες του, πρόσφυγες και αυτοί, περιφερόμενοι ντελιβεράδες ή άεργοι παρίες που πασχίζουν για μια άδεια παραμονής, δεν είναι απατεώνας ούτε ψεύτης. Αλλά χωρίς το status του νόμιμου πολίτη και σε κατάσταση αναμονής μιας κρίσιμης συνέντευξης που θα κρίνει το αν δικαιούται άσυλο, ο Σουλεϊμάν θα καταφύγει στην ενοικίαση πλαστής ταυτότητας μιας απρόσωπης εφαρμογής προκειμένου να εξασφαλίσει τα πολύτιμα για αυτόν έγγραφα, και στην αγορά μιας ετοιμοπαράδοτης ιστορίας πολιτικού πρόσφυγα από ένα αφρικανικό «μεσιτικό» κύκλωμα που φαίνεται να κάνει χρυσές δουλειές. Κι ενώ η τύχη δε φαίνεται να είναι με το μέρος του, όσο η αγωνία του κορυφώνεται, ο γεροδεμένος νεαρός με το σκουφί και την ισοθερμική τσάντα στο ποδήλατο, κινείται ακατάπαυστα από την απόγνωση και τις εκρήξεις θυμού στην επαναφορά και την αυτοσυγκράτηση. Πέφτει και ξανασηκώνεται διαρκώς.
Ακολουθώντας τον κεντρικό του ήρωα με τους τρόπους και το ύφος του σινεμά των αδελφών Νταρντέν (κάμερα στο χέρι, φυσικός ήχος, αίσθηση της διαρκούς μετακίνησης, ερασιτέχνες ηθοποιοί), με την ίδια ρεαλιστική αμεσότητα χωρίς ωστόσο τη δική τους δωρική λιτότητα στα εκφραστικά μέσα, o γάλλος δημιουργός που εγκατέλειψε την πανεπιστημιακή έδρα της φιλοσοφίας για να αναζητήσει νέους κινηματογραφικούς δρόμους μακριά από την ευρωπαϊκή ήπειρο, ξεκίνησε επίσης από το ντοκιμαντέρ, για να θέσει από νωρίς στο επίκεντρο τους πρόσφυγες της Αφρικής και να διακριθεί στις Κάννες με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Hope» (2014). Ο Σουλεϊμάν του μπορεί να κουβαλάει τις επίμονες απέλπιδες προσπάθειες των ηρώων των βέλγων αδελφών (Rosetta) που λειτουργούν υπό χρονική πίεση (Two Days, One Night), οι διαδρομές του μπορεί να καταγράφονται βήμα προς βήμα, σε ένα βίαιο νυχτερινό αστικό τοπίο που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και όπου το καλό και το κακό συνυπάρχουν, στο πρόσωπό του ωστόσο καθρεφτίζονται με μοναδικό και συναρπαστικό τρόπο η καθημερινότητα και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για τα προς το ζην και για τη νομική του υπόσταση. Στην αριστουργηματική τελική σκηνή της συνέντευξης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως ταινία μέσα στην ταινία, ο Abu Sangare, μη επαγγελματίας ηθοποιός, παγιδευμένος στο γραφειάκι μιας δημόσιας υπηρεσίας, δοκιμάζοντας τον έλεο και τον φόβο του θεατή, δίνει πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας, περνώντας επώδυνα από τη μία ιστορία στην άλλη. Και ο Boris Lojkine υπογράφει μια από τις πιο δραματουργικά δυνατές, ουμανιστικές κινηματογραφικές σκηνές.

Φεστιβάλ Καννών (Un Certain Regard) 2024