Η 12χρονη Bailey ζει με τον πατέρα της Bug και τον αδελφό της Hunter σε μια κατάληψη στο βόρειο Κεντ. Ο Bug δεν έχει πολύ χρόνο για τα παιδιά του και η Bailey που πλησιάζει στην εφηβεία αναζητά αλλού την προσοχή και την περιπέτεια. Η ανία της καθημερινότητας ανατρέπεται όταν συναντά τον Bird, έναν νεαρό άνδρα που υποδύεται ο Franz Rogowski...
Ο κινηματογράφος της Andrea Arnold -όπου τα βιομηχανικά τοπία της εργατικής τάξης της Βρετανίας και των ΗΠΑ είναι το φόντο για ιστορίες νέων που προκαλούν- ορίζεται από τη ζωντανή οικειότητά του. Σε όλη τη διάρκεια της σχεδόν 30ετούς καριέρας της, η Arnold έχει δημιουργήσει μια οπτική γλώσσα και ένα πλαίσιο αφήγησης που επικεντρώνεται στην εγγύτητα και την οικειότητα. Στο σινεμά της οι σχέσεις, που υπονομεύονται από την ίδια τους την ένταση ή δυσλειτουργούν, αναδύονται μέσα από περίπλοκες λεπτομέρειες, όπως οι σταγόνες ιδρώτα σε μια ωμοπλάτη ή οι υφές των φτερών μιας σφήκας.
Η Andrea Arnold δηλώνει: "Σχεδόν πάντα επιλέγω χαρακτήρες που θέλω να υποστηρίξω. Όλοι και όλες που βάλει στις ταινίες μου είναι αυτοί που υποστηρίζω, και όταν τα πράγματα γίνονται πραγματικά δύσκολα στα γυρίσματα, νιώθω ότι το κάνω γι' αυτούς. Αυτό το νιώθω πολύ έντονα με κάθε χαρακτήρα που έχω γράψει: Τους υποστηρίζω και αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το κάνω χωρίς αυτό το συναίσθημα. Τους βλέπω πολύ αληθινούς. (...) Αυτή η ταινία [Bird] ήταν η πιο δύσκολη. Πάντα είχα αυτή την ιδέα: ότι αν κοιτάξεις κάποιον για αρκετή ώρα, θα βρεις την ανθρωπιά μέσα του και θα νιώσεις συμπάθεια για όποιοσδήποτε και αν αυτός είναι, ό,τι κι αν έχει κάνει. Πάντα εκπλήσσομαι όταν φτάνουμε στο μοντάζ: έχουμε γυρίσει αυτό το υλικό, το οποίο είναι απίστευτα χαοτικό και ακατάστατο, και στη συνέχεια το μοντάρεις -το ενώνεις- και μετά κάθεσαι και το βλέπεις και λες: «Ουάου, αυτός είναι ένας ολόκληρος κόσμος που δεν υπήρχε πριν".
(πηγή mubi.com/ )