(για την ταινία Eduart της Αγγελικής Αντωνίου)
του Αχιλλέα Ντελλή
Η ταινία Eduart συνεχίζει την προβληματική της εισόδου του μετανάστη στον ελληνικό χώρο που εγκαινιάστηκε με την ταινία Απ’ το χιόνι του Γκορίτσα. Και οι δύο ταινίες μοιράζονται την ίδια προβληματική γύρω από την τύχη του μετανάστη στην ελληνική κοινωνία, αφού αμφότερες ξεκινούν και τελειώνουν στα ελληνοαλβανικά σύνορα, αφήνοντας μετέωρη την ένταξη του ξένου στοιχείου στο κύριο σώμα της ελλαδικού κράτους. Ωστόσο υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις στην ταινία της Αγγελικής Αντωνίου. Η τοποθέτηση ενός αντιήρωα ως πρωταγωνιστή στα πρότυπα του ντοστογεφσκικών ηρώων αφενός καθιστά δύσκολη την ταύτιση του θεατή με τα πάθη του Eduart, αφετέρου σε ένα πιο αποφασιστικό σημείο επέρχεται μια αποστασιοποίηση τόσο σε επίπεδο αφήγησης όσο και σε επίπεδο κινηματογράφησης.
Η αναδρομική αφήγηση που στην ταινία παίρνει τη μορφή του κυκλικού σχήματος, δεν αποσκοπεί μόνον στην αναζήτηση των αιτιών της ανθρωποκτονίας αλλά προσφέρει το όχημα για την αναζήτηση της ταυτότητας του Eduart, του οποίου η ελληνική κατατομή σκιάζεται από την αλβανική καταγωγή του. Η πορεία του Eduart που ξεκινά έξω από τα ελληνικά σύνορα για να τα διαπεράσει και να βρεθεί από την άλλη πλευρά και μάλιστα στο κέντρο, στην πρωτεύουσα, είναι η προσπάθεια συμβιβασμού ετερόκλητων πλευρών, της ομοφυλοφιλίας του και της ανάγκης του να αποδείξει τον ανδρισμό του στο χώρο της φυλακής, των φιλοδοξιών του ως ροκ σταρ σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης (της μουσικής) και του εγκλεισμού του από τις φραγές της εξουσίας του πάτερ φαμίλια, της θρησκείας και των συνακόλουθων ενοχών. Το τίμημα που πληρώνει ο Eduart για να απεγκλωβιστεί από την ασφυξία αυτού που του έχει επιβληθεί είναι διπλό: πρώτα σκοτώνει τη μία πλευρά του εαυτού του, την ομοφυλοφιλία ως αποτέλεσμα της ομοφοβίας και της μη ολοκλήρωσης της (σεξουαλικής) ταυτότητάς του και ύστερα παραδίδεται στην ελληνική περίπολο ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης μέσα του όλων των παραμέτρων που συνιστούν μιαν όψη της βαλκανικής παράδοσης, της χριστιανικής και αγροτοποιμενικής.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η αναδρομική αφήγηση ξεθωριάζει την αλβανική καταγωγή του Eduart, καθιστά αδύνατη την εισδοχή στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας και αναδεικνύει ως ταυτότητα του ήρωα τη σύνθεση των δύο αυτών επιμέρους ταυτοτήτων, της κοσοβάρικης και της ελληνικής. Η πρώτη ταυτότητα, η αλβανική, αντιπροσωπεύει την Ελλάδα του παρελθόντος μέσα από την εικόνιση της φτώχειας (βλ.τα μικρά παιδιά που ζητάνε απεγνωσμένα χρήματα από τον άρτι αφιχθέντα Eduart) και της εξαθλίωσης αυτής της μικρής περιοχής των Βαλκανίων, ενώ η δεύτερη εμφανίζεται υποστηρικτικά της πρώτης. Σ’ αυτό το κεντρικό σημείο της ταινίας η συνειδητοποίηση της ταυτότητας του Eduart από τον ίδιο τον (αντι)ήρωα είναι καθοριστική. Αν για τον ίδιον η πρώτη φορά που έρχεται στο (περιθωριακό) κέντρο της Αθήνας, καθίσταται τραυματικό και αιματοβαμμένο γεγονός, είναι γιατί η πορεία που επέλεξε έπρεπε να είναι αντίστροφη: όχι από έξω προς τα μέσα, αλλά εκ του ένδον έξωθεν. Αυτή η αναθεώρηση της αλβανικής ταυτότητάς του που διαπερνά την αναδρομική αφήγηση, καλεί και την δεύτερη ταυτότητα, την ελληνική να αντιμετωπίσει μια προκλητική αναθεώρηση.
Αν στο Απ’ το χιόνι οι μετανάστες ήταν αδέρφια, οι Βορειοηπειρώτες, τώρα το ξένο στοιχείο που μιλάει σπαστά ελληνικά, θέτει ξανά και πιο ζωηρά την σταδιακή αποδοχή της βαλκανικής πλευράς της Ελλάδας που συνοδεύεται από δύο κινήσεις, την εγκατάλειψη της μεγαλοσχημίας της Ελλάδας έναντι των βαλκάνιων γειτόνων της και το συμβιβασμό, ότι μοιράζεται μια κοινή κουλτούρα που ανάγεται περισσότερο στο παρελθόν της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το οποίο ωστόσο πήρε διαφορετικές τροπές σε κάθε μια από τις χώρες με την επικράτηση της ιδέας του έθνους κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι η κινηματογράφηση της πορείας του Eduart στη γενέτειρα του αποδεικνύει ότι ανεξαρτήτως χώρας κυριαρχούν τα ίδια έθιμα, η ίδια παραδοσιακή μουσική ( βλ. τη χρήση ενός εμβληματικού οργάνου, του κλαρίνου, στο διηγηματικό σώμα της ταινίας άμα τη επιστροφή του Eduart στην πατρίδα του), κοινές λέξεις και ίδια επιφωνήματα, η χριστιανική θρησκεία με τις προλήψεις και τις ενοχές της, τα ίδια γεωγραφικά τοπία με τους πετρώδεις λόφους και τα δασώδη όρη, παρόμοια αρχιτεκτονική αντίληψη και τις αυτές τραχιές ανδρικές φυσιογνωμίες (οι φυλακισμένοι και ο πατέρας) αλλά και τις γεμάτες συμπόνια γυναικείες φιγούρες (η μητέρα και η αδερφή του πρωταγωνιστή). Αυτή ακριβώς η διάσταση , η σύνδεση της ελληνικής ταυτότητας με μια κοινή βαλκανική παράδοση, προκαλεί αφενός μιαν αμηχανία που στην ταινία παίρνει τη μορφή της εξύμνησης της ελληνικής ανωτερότητας έναντι των βαλκανικών γειτόνων (βλ. τα σοκολατάκια ως δείγμα της πολιτιστικής ανωτερότητας των Ελλήνων) ή της μυθοποίησης της αίγλης της πρωτεύουσας, της αθηναϊκότητας (δύο αναφορές στην αίγλη της πρωτεύουσας μέσα από τα μάτια του ξένου).
Παρ’ όλα αυτά η κινηματογράφηση της Αντωνίου δεν μεροληπτεί υπέρ της μία ή της άλλης πλευράς. Καθίσταται και αυτή μετέωρη μεταξύ της κυρίαρχης κουλτούρας, της ελληνικής που επιμελώς περιορίζεται, και της αλβανικής ως ενδεικτικής της άλλης, της βαλκανικής. Το επίτευγμα της σκηνοθέτιδος δεν σταματά εδώ. Συνεχίζεται και σε ένα άλλο επίσης καθοριστικό σημείο. Εκεί που μια γενιά πριν η Τώνια Μαρκετάκη εικονογραφούσε με μια φεμινιστική ματιά το ανδρικό σώμα φετιχοποιώντας το στις Κρυστάλινες νύχτες ή αργότερα η Όλγα Μαλέα υιοθετούσε μια macho γυναικεία ματιά στις κωμωδίες της, η Αγγελική Αντωνίου αποκαθαίρει είτε τη μία είτε την άλλη επιλογή. Η σκηνή του σοδομισμού ή ακόμα περισσότερο η σκηνή της ανάφλεξης και της φυγής των κρατουμένων από τις αλβανικές φυλακές ξετυλίγονται αποκαθαρμένες από κάθε ίχνος φεμινιστικής ή ακόμα και υιοθέτησης ανδρικής ματιάς. Παρόλο που ως ένα σημείο η Αντωνίου υμνεί τη γυναίκα μέσα από τη δύναμη που ασκεί η αγάπη της γυναικείας φύσης προς το αρσενικό στοιχείο (βλ. την ολοκληρωτική αγάπη της μητέρας και της αδερφής προς τον πρωταγωνιστή), δεν εγκλωβίζεται σε ψυχολογικές ή ψυχοπαθολογικές εκδοχές της ανδρικής ταυτότητας, αν και το φιλμικό κείμενο επανδρώνεται με αρσενικά δραματικά πρόσωπα.
Η σκηνοθέτης ενδιαφέρεται για την ανακάλυψη της ταυτότητας του Eduart λιγότερο σε σεξουαλικό και περισσότερο σε πολιτιστικό/διεθνικό, χριστιανικό-ηθικό πεδίο, αν και τελικά το κάθε πεδίο ακυρώνεται άμα τη ανακαλύψει της ύπαρξής του. Μόλις συνειδητοποιεί την ταυτότητα του ως ομοφυλόφιλου διαπράττει έγκλημα, ως Αλβανού φυλακίζεται πρώτα στην Αλβανία και ως ενάρετου χριστιανικά αυτολυτρώνεται παραδοθείς στα χέρια της ελληνικής αστυνομίας.
EDUART
Σενάριο- Σκηνοθεσία: Αγγελική Αντωνίου (Δραματουργική Επιμέλεια: Jan Fleischer, Lewis Cole)
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Jurgen Juerges
Μοντάζ: Τάκης Γιαννόπουλος
Ήχος: Νίκος Παπαδημητρίου
Μουσική: Μίνως Μάτσας, Κώστας Χρηστίδης
Σκηνικά / Κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου
Ηθοποιοί: Eshref Durmishi (Eduart), Andre Hennicke (Kristof), Ndricim Xhera (Raman), Ermela Teli (Natasha), Andrian Aziri (Elton), Μάνος Βακούσσης (Χαρίσης), Μάριος Ιωάννου, Μελέτης Γεωργιάδης
Παραγωγός:Κώστας Λαμπρόπουλος, Jost Hering, Αγγελική Αντωνίου
35mm, Έγχρωμο, 105’
Υπόθεση: Ο Eduart, ένας νεαρός λαθρομετανάστης , διαπράττει μία νύχτα έναν στυγερό φόνο στην Αθήνα. Επιστρέφει στην πατρίδα του, αποξενωμένος από την οικογένεια του και ηττημένος που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο του να γίνει ροκ τραγουδιστής. Ακόμη και η αγάπη της μοναδικής του αδερφής δεν τον αγγίζει πια. Καταζητούμενος για μια παλαιότερη ληστεία, καταδικάζεται σε φυλάκιση πέντε ετών. Στην σύλληψη του πρωταγωνιστεί ο ίδιος του ο πατέρας. Στη φυλακή ο Έντουαρτ σύντομα αποχτάει εχθρούς ανάμεσα στους συγκρατούμενους του. Μετά από σφοδρή σύγκρουση καταλήγει βαριά τραυματισμένος στο πρόχειρο νοσοκομείο της φυλακής. Τον σώζει ο μυστηριώδης, λιγομίλητος, γερμανός γιατρός Κρίστοφ, που εκτίει ποινή ισόβιας φυλάκισης.