του Kωνσταντίνου Γιάνναρη
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΤΑΙΝΙΑ
Nα ξεχωρίσουμε το λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο που έχει ως πρότυπο την αρχαία τραγωδία. Aσφαλώς και δεν είμαι προσωπικά υπέρ της αυτοδικίας. Πρέπει να υπάρχει κράτος και κράτος δικαίου. Eνα σύστημα που να αποδίδει δικαιοσύνη. Δεν δικαιολογώ την ατομική πράξη τρομοκρατίας, όποια και αν είναι. Nομίζω ότι είναι ατελέσφορη, δημιουργεί συνθήκες μεγαλύτερης καταπίεσης και λειτουργεί σαν μπούμερανγκ και προς τους τρομοκράτες και προς την κοινωνία.
Kαι νομίζω ότι αυτό που συνέβη τότε, το '99, ήταν το πιο τραυματικό γεγονός για την Eλλάδα και τους μετανάστες. Oι σχέσεις από τότε με τους μετανάστες είναι αλλιώς, το κράτος είναι αλλιώς. Hθελα να διερευνήσω αυτό το τραυματικό γεγονός: Για τον Eλληνα δεν υπήρχε τίποτα πιο τραυματικό από το να βλέπει έναν νεαρό, ανύπαντρο Aλβανό, με υπερέκκριση τεστοστερόνης, να περιφέρεται με ένα καλάσνικοφ, κρατώντας ομήρους τους συμπατριώτες του, μέσα σε ένα λεωφορείο, με αυθάδεια και τσαμπουκά. Aλλά και για τον μεσοαστό Aλβανό και τον νοικοκύρη μετανάστη που θέλει να ενσωματωθεί δεν πρέπει να υπάρχει πιο τραυματική εικόνα. Eπιβεβαιώνει όλα τα κλισέ περί ένοπλου Aλβανού που πυροβολεί στον αέρα, εκτός νόμου, χωρίς κρατική υπόσταση, καταστρέφοντας την εικόνα του νοικοκύρη που προσπαθεί να χτίσει. Tον διαλύει. Tραυματικό και για τις δύο κοινότητες. Hταν καθοριστικό γεγονός. Στις αρχές του '90 υπήρχε ένα κλίμα συμπάθειας για τους μετανάστες, το τοπίο μεταστράφηκε προς τα τέλη του '90.
(...
) Ακούγοντας τον άνθρωπο αυτόν, κατάλαβα ότι ήταν κάτι βαθύτερο, δεν ήταν απλώς ένα πλιάτσικο. Δεν επρόκειτο δηλαδή για έναν στυγνό εγκληματία, έναν κακοποιό που κίνητρο του ήταν τα λεφτά. Δεν ήταν περιστατικό ανάλογο εκείνων των περιστατικών που συνέβαιναν εκείνη την εποχή, τα κίνητρα των οποίων ήταν πάντα το έγκλημα. Εδώ συνέβαινε κάτι άλλο. Στη μεταμοντέρνο εποχή μας ένας άντρας έκανε μια απελπισμένη ενέργεια κυρίως για να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή του. Αυτό ήταν και το στοιχεία που με συγκίνησε: η έννοια της ανδρικής τιμής.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
Ο ελληνικός κινηματογράφος ουδέποτε είχε σχέση με την πραγματικότητα. Από την εποχή που, μετά τον πόλεμο, οι Ιταλοί έκαναν νεορεαλιστικές ταινίες δείχνοντας την ωμή πραγματικότητα, στην Ελλάδα γυρίζαμε τα μελό μας, τα "τάχα μου δήθεν", με τα σταρ και τη φτωχογειτονιά μας, τα μπουζουκάκια να παίζουν, το κορίτσι να τραγουδά και στο τέλος το φτωχόπαιδο που παντρευόταν την κόρη του εφοπλιστή. Ούτε το κύμα που ήρθε μετά είχε κάποια επαφή με την πραγματικότητα - οι ταινίες ασχολούνταν με το μύθο, την ιστορία, τη χαμένη Αριστερά, με απόλυτα αφηρημένες έννοιες. Κι όμως. Αυτή η χώρα έχει ανάγκη έναν κινηματογράφο ωμό, που μπορεί να πει πράγματα σταράτα και πάρα πολύ απλά, χωρίς φανφάρες ούτε στο σενάριο ούτε στον τρόπο γυρίσματος, με ηθοποιούς επαγγελματίες αλλά, αν χρειαστεί και ερασιτέχνες
.
Έναν κινηματογράφο που να αφορά την κοινωνία, την πραγματικότητα. Δεν είναι δυνατόν τα πάμπολλα προβλήματα και οι άπειρες καταστάσεις να περνάνε στο ντούκου. Δεν είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται το πολύ πέντε λεπτά θέαμα στις ειδήσεις από την τηλεόραση, να είναι το αντικείμενο μιας καθημερινής έκπληξης, κι ύστερα όλα να ξεχνιούνται. Κάπως έτσι πήγε να γίνει και στην περίπτωση της λεωφορειοπειρατείας, που είναι το θέμα της ταινίας μου. Έγινε ένας φοβερός ντόρος για 24 ώρες που έδωσε τη δυνατότητα στο κοινό να παρακολουθήσει live τα συμβάντα. Αυτό το ilve, προσωπικά, με προβλημάτισε -αυτά τα πράγματα, σκέφτηκα δεν γίνονται στην Ευρώπη και προπαντός δε γίνονται ποτέ στην Ελλαδίτσα μας, στο έως προχθές κλειστό, μικροαστικό, ασφαλές ελληνικό περιβάλλον. Και τη στιγμή που άκουσα τη λανθάνουσα γλώσσα του λεωφορειοπειρατή, το τραύλισμα του, είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία
ΟΜΗΡΟΙ
Η ταινία έχει τίτλο "Όμηρος", αλλά δεν αναφέρεται απλώς στην ομηρία του λεωφορείου. Όμηρος είναι και ο λεωφορειοπειρατής της μοίρας του στην Ελλάδα, αλλά σε ομηρεία είναι και καθεμιά από τους επιβάτες: σε ομηρεία γύρω απ' τη μοιχεία, την επιθυμία, τα ναρκωτικά, τον εκπατρισμό
(
...) Οι χαρακτήρες αυτοί παραπέμπουν στην ελληνική επαρχία, σε μια κοινωνία γεμάτη συμβάσεις, ψέμα, υποκρισία, ερωτική καταπίεση. Και στο κάτω- κάτω γιατί γίνεται αυτή η ιστορία; Επειδή ο Αλβανός πηγαίνει με λάθος γυναίκα σε λάθος στιγμή, σε λάθος χωριό, σε λάθος χώρα
. Και μην νομισθεί ότι εξιδανικεύω τον Αλβανό. Την έχει κι αυτός τη φωλιά του λερωμένη. Είναι μπλεγμένος με όπλα, πάει και με τη γυναίκα του αφεντικού του -αυτός ο ξένος. Εν πάση περίπτωση, δεν είναι μια ταινία όπου το απόλυτο καλό βρίσκεται εναντίον του απόλυτου κακού και απ' αυτήν την άποψη ο Αλβανός λεωφορειοπειρατής δεν είναι παιδί του λαού, δεν είναι Ξανθόπουλος δεν είναι Βοσκόπουλος, δεν είναι Ανδρέας Μπάρκουλης
.
(
...) Σκοπός μου δεν είναι να προκαλώ αντιδράσεις -ούτε των συντηρητικών ούτε των ηλικιωμένων ούτε κανενός. Δεν έχω πρόθεση ούτε να σοκάρω ούτε να μπλοφάρω ούτε να έρθω αντιμέτωπος με κανέναν. Το ζητούμενο είναι να δείχνω όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας που πιστεύω ότι έχουν σημασία για μένα και για την ελληνική κοινωνία. Οι ταινίες μου έχουν μέσα σκληρή δουλειά (δύο χρόνια μου παίρνει η προετοιμασία καθεμιάς) και προσπαθώ να είμαι ειλικρινής και σταράτος, να αποφεύγω τις υπεκφυγές και τους εστετισμούς.
(
...) Eχω μια συμπάθεια στον έκπτωτο που προσπαθεί να αποκαταστήσει την έννοια της τιμής ή της δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει το απόλυτο καλό ή κακό. Oλα στην ταινία είναι αποχρώσεις του γκρίζου. Eνας καλοπροαίρετος θεατής θα δει ότι η ταινία διαπραγματεύεται αποχρώσεις της αλήθειας.
(αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Kωνσταντίνου Γιάνναρη στις εφημερίδες Βήμα της Κυριακής και Καθημερινή)