του Νίκου Παναγιωτόπουλου
deliver1.jpg

Η ταινία έχει ως κεντρικό πρόσωπο ένα νεαρό διανομέα πίτσας. Έρχεται από το πουθενά και στο τέλος καταλήγει στο πουθενά, διασχίζoντας την εξόριστη και παραγκωνισμένη πραγματικότητα της μεγαλούπολης.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος βυθίζεται στη σύγχρονη Αθήνα των άστεγων, των μεταναστών και γενικά των ανθρώπων που είναι ξεχασμένοι κι από τον ίδιο το Θεό.
Το σενάριο έχει γραφεί από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο και τον γνωστό λογοτέχνη και κριτικό της λογοτέχνιας Michel Fais.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στο σημείωμα του σκηνοθέτη αναφέρει: "Με την ταινία αυτή εξετάζω τη "σκοτεινή" πλευρά της πόλης. Γιατί κάνει κανείς αυτό που κάνει και όχι κάτι άλλο, είναι μια ιστορία σκοτεινή. Η καταγωγή των επιθυμιών μας είναι ανεξιχνίαστη. Ωστόσο, η πόλη για έναν κινηματογραφιστή ήταν πάντα μια ιδανική σκηνή για να παιχτεί ένα δράμα. Η "απωθημένη", η "εξόριστη" πόλη, μου φαίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα γιατί κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά της και δεν παραδίδεται ποτέ στο επιπόλαιο βλέμμα. Αν κάποιος θέλει να δει πραγματικά, πρέπει να σκύψει και να επιλέξει μια γωνία λήψεως σχεδόν "ηθικής τάξεως".
Ο ήρωας της ταινίας που κυριολεκτικά πέφτει από το πουθενά και στο τέλος πετάει για το πουθενά, είναι ένα έκπτωτος (άγγελος; επαρχιώτης; μαθητευόμενος άνθρωπος;) που διασχίζει σιωπηλός την πόλη, σαν να πρόκειται για έναν "σιωπηλό αφηγητή" ή σαν έναν "φλύαρο ακροατή". Θα μπορούσε, επίσης, να υποθέσει κανείς ότι όλα συντελούνται μέσα στο κεφάλι του, στο βαθμό που να μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν βλέπουμε το ίδιο όνειρο. Το Delivery, είναι μία φτωχή ταινία για φτωχούς ανθρώπους. Συνήθως οι ταινίες κολακεύονται να είναι πλούσιες, ακόμα κι όταν αναφέρονται σε φτωχούς, κι αυτό ήταν για μένα άλλο ένα "ηθικό πρόβλημα". Ίσως αυτά τα κατά συρροή "ηθικά προβλήματα" να κάνουν το Delivery μια πολιτική ταινία".

Η ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας 2004 και οι κριτικές του ξένου τύπου υπήρξαν θετικές. Αξίζει επισήμανσης η κριτική της ιταλικής εφημερίδας Ιl Manifesto: "Μια τοιχογραφία σκοτεινή, ένας μαύρος μύθος στα χρώματα του λυκόφωτος, με μια ζεστασιά Μπρεσσονική, με σκηνοθεσία φωτισμένη, μία ταινία εκπληκτικά γραμμένη, παιγμένη, φωτισμένη".
Η γαλλική Le Monde επισημαίνει "Αυτό το μαύρο χρονικό υπογραμμίζει το αδιέξοδο των τεχνητών παραδείσων. Ο τίτλος του υποβάλλει ότι η μόνη απελευθέρωση αυτών των ανθρώπων είναι ο Θάνατος".
Και ιταλική L' Unita γράφει για την ταινία: "Ο Παναγιωτόπουλος δεν κρίνει, δεν ηθικολογεί, αλλά παρατηρεί, και γι' αυτό το λόγο μας αρέσει περισσότερο. Εντελώς παράδοξο, μέσα στον αποστασιοποιημένο διανοουμενισμό του…".

Ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος αναφέρει σχετικά με την ταινία σ' ένα κείμενό του στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (11/10/2004): "Ο κεντρικός ήρωας είναι ακριβώς «ο Κανένας που έρχεται από το Πουθενά», όχι για να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά να παλέψει για την επιβίωσή του ανάμεσα στους αρουραίους της πόλης. Στην πλοκή της ταινίας δεν γίνεται τίποτα το τρομερό. Δεν σκοτώνονται διακόσιοι. Απλώς όλα είναι σκατά: άνθρωποι άπληστοι και μοχθηροί που ζέχνουν στη σαπίλα τους, λένε ηλιθιότητες για σοφίες και καραδοκούν να σου αρπάξουν τη χάντρα απ' το μάτι. Ακόμη και το κορίτσι που συγκίνησε τον ήρωα, ένα τιποτένιο τσουλί είναι, που τον πουλάει έτσι χωρίς λόγο.Σε αυτόν τον δίχως έλεος κόσμο, πολύ εύστοχα ο Παναγιωτόπουλος βάζει τον ήρωά του να σκοτώνει τον πρώτο άνθρωπο που τόλμησε να τον ελεήσει. Και όπως στα γουέστερν, μετά την κάθαρση «ο Κανένας φεύγει πάλι προς το Πουθενά». Το Delivery είναι μάλλον η πρώτη ελληνική ταινία που αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και μια σπουδαία αφορμή να κόψουμε εισιτήριο προς τον μέσα κόσμο μας."

(Πηγή δελτίο τύπου)