του Χρήστου Πασσαλή
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_isixia-6-9.jpg

Ο Άρης γνωρίζει την Άννα, πηγαίνοντας στην παραθαλάσσια πόλη που θα εργαστεί. Ο δρόμος είναι γεμάτος πεσμένα πουλιά και η πόλη γεμάτη παράξενους κανόνες, -σαν το ησυχία 6-9- και κατοίκους που έχουν εξαφανιστεί και συνεχίζουν να εξαφανίζονται κάθε τόσο. Οι μόνοι ξένοι εκεί είναι οι δύο τους κι ίσως να κινδυνεύουν κι οι ίδιοι -έτσι τους λεν. Στις Κεραίες που ο Άρης πιάνει δουλειά ηχογραφούν τους εξαφανισμένους και φτιάχνουν κασέτες με τα λόγια τους. Άλλοι τις θεωρούν πολύτιμες κι άλλοι διαδηλώνουν με συνθήματα εναντίον τους ζητώντας αυτό επιτέλους να σταματήσει. Και κάποιοι προσπαθούν να αντικαταστήσουν αυτούς που έχασαν με άλλους που να τους παριστάνουν με τον ίδιο τρόπο. Όλα μοιάζουν ακατανόητα στον Άρη και την Άννα που βλέπονται όλο και πιο πολύ και μοιάζει σαν να ερωτεύονται. Κοντά στη θάλασσα, μέσα ή έξω απ’ αυτή, σε σπίτια, ξενοδοχεία, αλλά και σ’ εκείνο το άλλο μέρος με ησυχία 6-9 ο Άρης κι η Άννα στέκονται πάντα δίπλα-δίπλα. Μέχρι που η Άννα εξαφανίζεται κι ο Άρης μένει να την ψάχνει, αφού ο κόσμος πάντα θα χωρίζεται σ’ αυτούς που φεύγουν και σ’ αυτούς που μένουν, σ’ αυτούς που θέλουν να ξεχνούν και στους άλλους που δεν αντέχουν να ζουν δίχως να θυμούνται.
Η Ησυχία 6-9, πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Χρήστου Πασσαλή, μετά το η Πόλη και η Πόλη που γύρισε μαζί με τον Σύλλα Τζουμέρκα, είναι μια ιστορία αγάπης ή μάλλον μια ιστορία για την αγάπη, τη μνήμη και το θάνατο, κάπως όπως και τα Μήλα του Χρήστου Νίκου άλλα από εντελώς άλλη σκοπιά, που εξελίσσεται σ’ ένα τόπο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, σαν weird wave ονειροπαραμύθι παγίδευσης, με στοιχεία υπαρξιακού θρίλερ κι επιστημονικής φαντασίας, που «παίζει» με το ίδιο της το στιλιζάρισμα και προσπαθεί με ατμοσφαιρικότητα, υπόγειο χιούμορ, μελαγχολική διάθεση και μια αίσθηση θεατρικότητας (που ανα στιγμές παραπέμπει σε περφόρμανς) να «μαλακώσει» την ψυχρότητα του είδους που η ίδια επέλεξε και να μπάσει το συναίσθημα απ’ την πίσω πόρτα. Η ιστορία της, που όπως λέει ο σκηνοθέτης «αφορά την αδυναμία ή την αδυνατότητα να πεις αντίο» φέρνει σε σημεία απόηχους απ’ τις Άλπεις του Λάνθιμου και γενικά παραπέμπει σε Λάνθιμο στα καδραρίσματα, τα κοψίματα και τις ερμηνείες (ενίοτε και σε ηθοποιούς), πολλά πλάνα όμως βρίσκουν τη δική τους δυναμική (π.χ. εκείνο με τα ποτήρια ή με το κεφάλι του κοριτσιού ή με το ζευγάρι δίπλα-δίπλα κλπ), δείχνοντας πως όσο η ταινία κάνει ησυχία κι αφουγκράζεται, βρίσκει σιγά-σιγά και τη δική της γλώσσα. Κι ενώ νομίζουμε πως το δίλημμα θυμάμαι ή ξεχνώ αφορά μόνο τους κατοίκους της πόλης που είναι διχασμένοι ανάμεσα στο μένω ή προχωρώ, μπροστά μας παραμονεύει η «ανατροπή» για την οποία το «ησυχία 6-9» μας έκλεινε το μάτι απ’ την αρχή της ταινίας. Στο μέρος αυτό όπου οι ήρωες στ’ αλήθεια βρίσκονται ο αγώνας για τη ζωή δεν είναι μεταφορικός αλλά κυριολεκτικός κι αυτοί που φεύγουν υπάρχουν πια μόνο στο δικό μας μυαλό να μας παγιδεύει και να τους κρατά εκεί μέσα.
Η ταινία προχωρά σ’ ένα δρόμο που έχει πολυταξιδευτεί και συχνά με πιο υπερβατικά βήματα, κατορθώνει, όμως, να πει αυτά που θέλει και να θέσει τους προβληματισμούς της στον θεατή, με μερικές πινελιές που την εμπλουτίζουν κι άλλο (όπως π.χ. οι πολύ καλές υπηρέτριες-νοσοκόμες), ενώ δείχνουν να έχουν προοπτική οι προσπάθειές της να «σπρώξει» τις συμβάσεις του είδους που υπηρετεί προς ένα πιο ανθρωποκεντρικό και μαλακωμένο «μετά» που διέπεται από νόημα και φτάνει μέχρι και να συγκινήσει. Το στέκομαι εδώ και θυμάμαι ή προχωρώ και ξεχνώ που έχουν ως δίλημμα οι κάτοικοι, επαναλαμβάνεται έτσι κι απ’ την ίδια την ταινία που το βιώνει υφολογικά, αναζητώντας μια λύση πιο συνθετική στην οποία το προχώρημα δεν σημαίνει απαραίτητα κι αμνησία. Σαν κασέτα που μπορούμε να ξαναπαίζουμε συνεχώς η μνήμη μας λειτουργεί όπως την έχουμε προγραμματίσει, στο τέλος όμως, όπως κι αν αγαπήσαμε, οι μόνες συναντήσεις που μπορούμε να ελέγξουμε είναι αυτές που κάνουμε στα όνειρά μας. Ή και στις ταινίες μας. Με άλλα λόγια, η απάντηση στην ερώτηση «είναι ωραία εδώ;» εξαρτάται απ’ το τι μας αρέσει.