(Αυτό που δεν ήξερε η Μαίρη)
της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_what-mary-didnt-know.jpg

Καλοκαίρι στη Μεσόγειο. Ένα κρουαζιερόπλοιο που φέρει το, γεμάτο συνδηλώσεις και υπαινιγμούς, όνομα Neoromantica. Ηλικιωμένοι τουρίστες που απολαμβάνουν τις χάρες των περιφερόμενων, έγκλειστων και υπό περιορισμό, διακοπών. Μια τετραμελής οικογένεια από τη Σουηδία. Η Mary, η θυγατέρα της οικογένειας που βιώνει τις ερωτικές αναστατώσεις της εφηβείας, ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπη με την ενσάρκωση των (ερωτικών) επιθυμιών της. Μια ερωτική ιστορία γεννιέται…
Ο χώρος του κρουαζιερόπλοιου και ο τρόπος που απεικονίζεται είναι καθοριστικός και αφετηριακός σ’ αυτήν την μεσαίου μήκους ταινία: υπάρχει ένα τονισμός και μια έμφαση στην ασχήμια, στην απουσία κάθε αρμονίας σ’ αυτά τα ηλικιωμένα κορμιά και πρόσωπα. Οι ρυτίδες, οι χαλαρωμένοι μύες –μια εικονοποιία οικεία από το έργο του αυστριακού Ulrich Seidl –, η ανία του χώρου, ένας ρεαλισμός σκληρός και απωθητικός, είναι ό,τι αντικρίζει ο θεατής και μαζί του, η 17χρονη ηρωίδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αίσθηση αποστροφής και απώθησης και ένας τόνος ειρωνείας που αναδύονται, συνιστά μέρος μιας υποκειμενικής οπτικής, αυτής της νεαρής ηρωίδας, που μοιάζει να ασφυκτιά. Σ' αυτήν την μεσαίου μήκους ταινία, βρισκόμαστε στον κόσμο της θηλυκής νεανικότητας, ένας κόσμος που η σκηνοθέτις έχει εξερευνήσει και σε προηγούμενες ταινίες της (Electric Swan). 
Είναι μια αίσθηση μαγικού ρεαλισμού, ένα στοιχείο παραμυθιού, ό,τι δηλαδή συνοδεύει κάθε εφηβικό έρωτα, που εξισορροπεί τα προηγούμενα, για να τα υπονομεύσει στο τέλος: βυθίζοντας τον θεατή και την ηρωίδα μέσα σ’ ένα μαγικό σύμπαν.
Το σύμπαν του εφηβικού έρωτα που υπάρχει στο κέντρο της ταινίας σημαδεύεται από το έλλειμμα γλωσσικής επικοινωνίας, ανάμεσα στην ηρωίδα και το πρόσωπο που ερωτεύεται, το νεαρό αραβικής καταγωγής σερβιτόρο. Μια ερωτική σχέση, με ασύμπτωτες γλώσσες επικοινωνίας: σουηδικά και αγγλικά από τη μια πλευρά, αραβικά και γαλλικά από την άλλη. Όμως αυτό το έλλειμμα γλωσσικής επικοινωνίας θέτει το θεατή σε μια προνομιούχο θέση: μέσω των διαλόγων είναι παντογνώστης, αφού γνωρίζει τις αλήθειες των δύο προσώπων. Αυτή η ανισότητα συνειδητοποίησης ανάμεσα στους χαρακτήρες, και κυρίως την κεντρική ηρωίδα, και τον θεατή-παρατηρητή των διαδραματιζόμενων, επιβάλλει τη δραματική ειρωνεία ως κυρίαρχη στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Ο θεατής συνειδητοποιεί την απόσταση μεταξύ των κεντρικών προσώπων, το αδιέξοδο του έρωτά τους όταν το πρόσωπο με το οποίο ταυτίζεται –την ηρωίδα- έχει πλήρη άγνοια: ο (ενήλικας) θεατής ξέρει ό,τι η Mary δεν ξέρει.
Είναι, λοιπόν, αυτή η άγνοια που ορίζει την αθωότητα της Mary; Είναι αυτή που σημαδεύει τον έρωτά της; Είναι, εντέλει, η άγνοια της Mary (και η αντιστάθμισή της από την φαντασία της) η πηγή των εικόνων, ό,τι δηλαδή παρακολουθήσαμε ως θεατές;

Locarno 2024