(Φτερά και πούπουλα)
του Omar El Zohairy
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_feathers.jpg

Ένας άνδρας γιορτάζει τα γενέθλια του ενός του γιού. Έχει ορίσει από τα ψώνια μέχρι τον μάγο-ταχυδακτυλουργό για τους καλεσμένους.  Η γυναίκα του παρακολουθεί από μια γωνιά, με χαμηλωμένα μάτια όπως πάντα. Εκείνος είναι ο αφέντης κι ο κουβαλητής και μια μέρα θα της πάρει και δική της πισίνα – της το έχει υποσχεθεί. Προς το παρόν μαύρη φτώχια, στεγαστικά χρέη και δουλειά στο εργοστάσιο, φτηνοδιακοσμητικά  και γιρλάντες για τη γιορτή του παιδιού μπας κι ομορφύνουν οι μόνιμα καφέ απ’ τη σκόνη τοίχοι  Ο  άνδρας μπαίνει στο μπαούλο του μάγου κι ένα κοτόπουλο ξεπροβάλλει στη θέση του. Όμως ο μάγος αποτυγχάνει να το ξανακάνει άνθρωπο και πολύ γρήγορα εξαφανίζεται κι αυτός. Είναι η αρχή μιας ολόκληρης οδύσσειας για τη γυναίκα που αναζητά απεγνωσμένα το μάγο μια και χρειάζεται πίσω τον άνδρα της για να επιβιώσει κι εκείνη και τα τρία τους παιδιά και να πληρωθούν οι δόσεις για το σπίτι.  Κάτι τέτοιο, όμως, μόνο εύκολο δεν αποδεικνύεται και κάποιος που κάνει το φίλο ίσως να μην είναι και τόσο…
Αν το στοιχείο της μεταμόρφωσης του άνδρα σε κοτόπουλο στα Φτερά και πούπουλα, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ομάρ Ελ Ζοχαΐρι που κέρδισε επάξια το Μεγάλο Βραβείο της Εβδομάδας Κριτικής και το βραβείο της FIPRESCI του 74ου Φεστιβάλ Καννών, μοιάζει να αφήνει προσδοκίες για μαγικό ρεαλισμό και λατινοαμερικάνικου τύπου δραπέτευση απ’ τα προβλήματα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής πως καμιά τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει. Αντίθετα κι εντελώς εσκεμμένα, με μεγάλη αμεσότητα, σκηνοθετική επιδεξιότητα και μια δόση μαύρου χιούμορ να διατρέχει όλη την πολύ καλή αυτή ταινία, που δεν είναι κατ’ ανάγκη και συνεχώς ευχάριστη, ο ήχος της πραγματικότητας γίνεται όλο και πιο εκκωφαντικός, σαν τους καπνούς του εργοστασίου που έρχονται όλο και κοντύτερα στο παράθυρο προσπαθώντας να τρυπώσουν στο σπίτι. Η σιωπηλή συνήθως γυναίκα (η πρωταγωνίστρια «βγάζει» όλη σχεδόν την εξαιρετική της ερμηνεία με τα μάτια), έχει βέβαια όνομα, όμως, διόλου τυχαία δεν το ακούμε ποτέ, αφού η επιφανειακά παράλογη, πολύ προσωπική ιστορία της είναι ταυτόχρονα -και κατ’ ουσία- μύθος και μεταφορά για την υποδεέστερη και χωρίς φωνή γυναικεία θέση στην παραδοσιακή αιγυπτιακή -και όχι μόνο- κοινωνία που δεν προβλέπει θέση γι’ αυτήν εκτός σπιτιού (όπως δεν προβλέπει και στο εργοστάσιο, που δέχεται όμως την εργασία μικρών αγοριών), αλλά ούτε και στο σπίτι της προσφέρει κάποιου τύπου ισότητα αφού καθορίζεται -ακόμα και με προθέσεις καλές- απ’ αυτόν το σύζυγο που ακόμα και ως κοτόπουλο την καταδυναστεύει και καλοκάθεται στην κρεβατοκάμαρα ζητώντας όλο και περισσότερα για να μην αρρωστήσει. Αυτές τις εκτός των άλλων ξεκάθαρα ταξικές ανισότητες, η γυναίκα δεν μπορεί να τις επηρεάσει με τη φωνή της, αλλά τις αντιλαμβάνεται όλο και πιο καθαρά με το βλέμμα της, λειτουργία που για το θεατή επιτελεί ο σκηνοθέτης, δείχνοντάς μας τι συμβαίνει εκεί που κοιτάει και καθιστώντας έτσι μ’ απρόσμενα αναζωογονητικό τρόπο το βλέμμα της κάμεράς του «γυναικείο» κι αυτό– όχι επιδεικτικά ή επιθετικά, αλλά ρεαλιστικά, ανυποχώρητα και σκληρά, όπως ακριβώς είναι κι η κοινωνία που η γυναίκα βλέπει. Το βλέμμα της αν και πάντα χαμηλωμένο, οξύνεται όσο περνάει η ώρα περισσότερο κι από εκείνο των ανδρών που μισοβολεμένοι στα μισιακά τους προνόμια ελπίζουν στις ωραίες εικόνες της τηλεόρασης χωρίς να αντιλαμβάνονται τις δικές τους πληγές και τον κίνδυνο να μείνουν κι οι ίδιοι χωρίς φωνή και να μαραζώσουν όσο δεν υπάρχει αλλαγή, ως άνδρες κι όχι μόνο ως κοτόπουλα, όπως θα δούμε πολύ κυριολεκτικά σε μια ανατροπή της πλοκής, όπου αποδεικνύεται πως δεν ορίζουν τη μοίρα τους ούτε εκείνοι. Σε αντίθεση με το κοτόπουλο που, ως κυριολεξία και μεταφορά, αδυνατίζει και εξασθενεί παρά την αυξανόμενη φροντίδα και το φαγητό, η γυναίκα μέσα από μια εσωτερική διαδικασία αλλαγής και αποδεχόμενη να γίνει πιο όμοια με την κοινωνία που την περιβάλλει για να σωθεί είναι η μόνη που τελικά θα μεταμορφωθεί σιγά-σιγά σε κάποια άλλη.
Με ακρίβεια, επιμονή, ντοκιμαντερίστικο σχεδόν τρόπο και κάποιες σκηνές να εμμένουν ζόρικα στον ωμό-κατά κυριολεξία- ρεαλισμό-, χωρίς ωραιοποιημένα σκηνικά και καταστάσεις, ο Ελ Ζοχαΐρι χτίζει το πορτρέτο της ηρωίδας του και της κοινωνίας της, για να πραγματευτεί με αφορμή μια εξωτερική μεταμόρφωση -που τελικά δεν έγινε- μια κοινωνική, ταξική και πατριαρχική πραγματικότητα που θα οδηγήσει σε μια εσωτερική μεταμόρφωση που θα γίνει. Η πορεία αυτή της γυναίκας προς την ενηλικίωση και τη χειραφέτηση (σύμβολο της οποίας κι αυτός ο μάλλον αργοπορημένος φόνος) θυμίζει εκείνη του κυρίου Κόυνερ του Μπρεχτ που όταν βρέθηκε απρόσμενα μέσα στη θάλασσα έμεινε ακίνητος ακριβώς επειδή ήλπιζε σε μια βάρκα να τον σώσει. Η ελπίδα του πως κάποια βάρκα θα εμφανιζόταν συνέχιζε να τον ακινητοποιεί, παρ’ ότι τα νερά ανεβαίναν κι όταν είδε ότι βάρκες δεν έρχονταν συνέχιζε να μένει ακίνητος, αφού τώρα ήλπιζε πως δεν θα ανέβαιναν τα νερά, τα οποία βεβαίως κόντευαν να τον καλύψουν. Τότε και μόνο τότε, «ο κύριος Κόυνερ αφού πρώτα έχασε όλες του τις ελπίδες κολύμπησε, μια και το είχε καταλάβει πια πως αυτός ήταν η βάρκα».  Έτσι κι η ηρωίδα ελπίζει στην αρχή πως κάποιος εξωτερικός παράγοντας θα συντελέσει στη σωτηρία της. Όμως ο μάγος δεν ξαναβρίσκεται, ο ανιδιοτελής φίλος θέλει ανταλλάγματα, το εργοστάσιο δεν την δέχεται, το κοτόπουλο τρώει αρκετούς απ’ τους πόρους της, ο άνδρας παραμένει απών κι όταν εμφανίζεται είναι ακόμα χειρότερα κι η πλούσια οικογένεια θέλει να αμαυρώσει το ποινικό της μητρώο για λίγα μικρά γλυκίσματα και δύο-τρία κομματάκια ωμό κρέας που τους έκλεψε –εξαιτίας των οποίων θα βρεθεί για πρώτη φορά μέσα σε πισίνα -ακόμα ένα δείγμα της λεπτής ειρωνείας της ταινίας. Κι εκεί που η απελπισία κοντεύει να την καλύψει, η γυναίκα αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται ποιες είναι οι πρέπουσες κινήσεις για να μείνει στην επιφάνεια και τις κάνει η ίδια ακόμα κι αν δεν τις αρέσουνε, ακόμα κι αν πρέπει να στείλει το παιδί στο εργοστάσιο. Εδώ -όπου λίγη μαρξιστική ανάλυση σε σχέση με την καθημερινότητα και τις αντιδράσεις μας χωράει σίγουρα όπως και στις «Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ» του Μπρεχτ-, κάθε ελπίδα ότι η κοινωνία θα βελτιωθεί πρέπει να εγκαταλειφθεί κι αυτή και καμία καλυτέρευση -ακόμα κι αυτή- δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί με το σταυρό στο χέρι.  
Η ιστορία δικαιώνει τη γυναίκα χαρίζοντάς της μια λύτρωση δική της και των παιδιών (πολύ ωραία η σκηνή με τα παιδιά να πλατσουρίζουν μέσα στο σιντριβάνι) και την αφήνει πιο σοφή και πιο σκληρή να ξανακάθεται με τα παιδιά της για να δει πάλι τηλεόραση, αφού όσο κι αν ξέρουμε πως αυτά που μας δείχνει δεν θα ισχύσουν ποτέ, πότε-πότε έχουμε ανάγκη να ελπίζουμε και σε κάποια βάρκα..