της Lola Arias
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
Μια νεαρή γυναίκα σε διαδικασία προφυλάκισης περνά τον εξονυχιστικό έλεγχο ασφαλείας με στωική ηρεμία, ενδεχομένως και με απορία. Είναι η Yoseli που συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Μπουένος Άιρες για διακίνηση ναρκωτικών. Η γυμνή της πλάτη αποκαλύπτει ένα τατουάζ με τον πύργο του Άιφελ και τη φράση « Never give up», που δίνει το στίγμα αυτού του υβριδικού ντοκιμαντέρ αναπαράστασης, που από πολύ νωρίς εξελίσσεται σε μιούζικαλ. Λίγο αργότερα η συγκρατούμενη της, πολεμοχαρής αλλά και θεοσεβούμενη Cantero, εξηγεί στη Yoseli τους κανόνες μιας κλειστής κοινότητας που μοιράζεται τα πάντα. Η επόμενη σκηνή στο προαύλιο το επιβεβαιώνει. Με κάθε τσιγάρο που δίνει η Yoseli γίνεται μέρος ενός «Εμείς», παρά τις όποιες αρχικές της εσωτερικές αντιστάσεις. Ό,τι ακολουθεί ξεφεύγει εντελώς από τους στερεοτυπικούς τρόπους προσέγγισης ενός βλοσυρού τόπου στέρησης της ελευθερίας, μιας φυλακής. Με πρωταγωνιστές τον Nacho (ένα τρανς αγόρι που συνελήφθη για απάτη και ξεκίνησε ένα ροκ συγκρότημα στη φυλακή), την Estefi, την Noe, την Paulita και την Cantero, αλλά κρατώντας στο επίκεντρο πάντα την Yoseli, το πρόσωπο που θέτει τις ερωτήσεις και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος, η Arias στήνει ένα γεμάτο ενέργεια, λυρική μελαγχολία αλλά και εορταστική διάθεση εναλλασσόμενο σκηνικό δρώμενων με απόλυτη αυτονομία, μία διαρκή ροή διαλόγων (θεατρικών σκετς), τραγουδιών και χορευτικών (κυρίως voguing), που επιτελούνται με απλές τελετουργικές κινήσεις και αξιοθαύμαστο συντονισμό. Οι κρατούμενες αφηγούνται προσωπικές ιστορίες, μιλούν τολμηρά ή χαριεντίζονται, έχοντας απόλυτη επίγνωση του σώματός τους, πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών.
Πώς παραμένεις ζωντανή/ός μέσα σε έναν κόσμο εγκλεισμού και βίας; Και πώς μπορείς να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι, όταν εκτίεις ποινή φυλάκισης πολλών ετών; Ευαίσθητες ή δυναμικές, ήρεμες ή ζόρικες, αδύνατες ή πληθωρικές, οι πρώην κατάδικες που παρελαύνουν από τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Αργεντίνας καλλιτέχνιδας Lola Arias, τα καταφέρνουν μια χαρά ή έτσι φαίνεται. Και όχι μόνο γιατί μοιράζονται ένα πακέτο τσιγάρα, φτιάχνουν μια μπάντα, δημιουργούν μια «οικογένεια» και κρατιούνται ζωντανές/οί μέσα από σχέσεις και δεσμούς εμπιστοσύνης που οικοδομούνται σταδιακά, αλλά κυρίως γιατί πίσω από τις ρωγμές των ξεφλουδισμένων τοίχων φαντασιώνονται μια ζωή αλλού. Πόσο μάλλον που τα όνειρά τους επικοινωνούνται στον θεατή μέσω του χορού και του τραγουδιού. Αναπάντεχες, απαλές ή και πιο εκρηκτικές μουσικοχορευτικές περφόρμανς, που ξεδιπλώνονται ομαλά, σαν αμφίδρομη απολαυστική κάθαρση, που ξορκίζει τον τοπογραφικό ζόφο χωρίς να τον ακυρώνει. Γιατί τα προβλήματα είναι υπαρκτά και αναδύονται διακριτικά μέσα από σύντομες κομβικές σκηνές. Η δυσχερής εφαρμογή του νόμου, η καταπάτηση της βασικής δικονομικής αρχής «in dubio pro reo», οι βασανισμοί, οι συγκρουσιακές σχέσεις φρουρών- κρατουμένων.
Μετά το έντονα πολιτικό «After the War» η πολυπράγμονας καλλιτέχνιδα Lola Arias, που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας στον χώρο των εικαστικών τεχνών, του θεάτρου τεκμηρίωσης και του κινηματογράφου προχωρά στη δημιουργία ενός project που γεννήθηκε από εργαστήρια της ίδιας σε φυλακές της Αργεντινής. Στο Reas επιλέγει την πρώην, νυν εγκαταλελειμμένη, φυλακή Caseros, στην καρδιά του Μπουένος Άιρες, για να τη μεταμορφώσει σε μια πολυσυλλεκτική πηγή απελευθέρωσης, χαράς και αλληλεγγύης, με πρωταγωνίστριες πρώην έγκλειστες που αναπαριστούν τη ζωή τους με ανάλαφρο, παιγνιώδη τρόπο, απαλλαγμένες από το στερεοτυπικό πρότυπο του θύματος ή της απειλής. Γιατί όπως αναφέρει και η ίδια σε συνέντευξή της «Το μιούζικαλ, το οποίο κατά παράδοση απεικονίζει περιθωριοποιημένους κόσμους και τους «ρομαντικοποιεί» μέσω επιδέξιων χορευτών, ηθοποιών και τραγουδιστών, εδώ οριοθετείται εκ νέου και υιοθετείται από πραγματικές περιθωριοποιημένες και στιγματισμένες γυναίκες της cis και τρανς σκηνής, που χορεύουν και τραγουδούν για το παρελθόν τους στις φυλακές, αναπαριστούν τις εμπειρίες τους ως μυθοπλασία και μέσα από τη ονειροπόληση και τη φαντασία επινοούν ένα καλύτερο μέλλον… Η ταινία απεικονίζει την απελευθέρωση παρά τη φυλάκιση και εστιάζει στους δεσμούς αγάπης και κοινοκτημοσύνης που κρατούν τα άτομα αυτά ζωντανά.»
Φεστιβάλ Βερολίνου 2024