του Li Yang
Ο Li Yang ανήκει στην "έκτη γενιά" του κινέζικου κινηματογράφου, δηλαδή στην ομάδα σκηνοθετών που αποφοίτησαν από τις κινηματογραφικές σχολές τα τέλη της δεκαετίας του 80. Όπως και οι συνάδελφοι του έτσι και αυτός επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στο κοινωνικό πεδίο, στο πως οι ραγδαίες αλλαγές επιδρούν στα πρόσωπα, την ηθική, τις νοοτροπίες.
Η βραβευμένη στο φεστιβάλ του Βερολίνου, ταινία του Blind Shaft αφηγείται ένα "άγριο" έγκλημα που διαπράττεται στις σκοτεινές στοές των ορυχείων της Κίνας.
Στις γραμμές που ακολουθούν ο σκηνοθέτης αναφέρεται στους προβληματισμούς και στις σκέψεις τους
...
Ένας φίλος μου πρότεινε το μυθιστόρημα Blind Shaft. Με συγκίνησε όταν το διάβασα, και αυτό ταίριαζε με την οπτική μου για τον κινηματογράφο: το ελάχιστο που θα ήθελα είναι η δική μου ταινία να με συγκινεί. Διαφορετικά δεν έχει νόημα να την γυρίσεις. Αυτή ήταν η πρώτη μου ταινία και δεν θα ήθελα να την κάνω με σκοπό να βγάλω χρήματα -αν και το να γυρίζεις ταινία είναι ένα μέσο για να βγάλεις χρήματα- αλλά την έβλεπα ως μια από καρδιάς επικοινωνία ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τους θεατές.
(...) Όταν ήμουν ηθοποιός του θεάτρου, το 1979 έκανα πρόβες σ' ένα έργο για ανθρακωρύχους. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το θέμα. Πήγαμε κάτω στα ορυχεία για να βιώσουμε τις συνθήκες και να δούμε πως ήταν. Η ζωή των ανθρακωρύχων είναι τρομερή αν και εκείνη την εποχή όλα τα ορυχεία ήταν ελεγχόμενα από τα κράτος. Έτσι όταν διάβασα το μυθιστόρημα δεν μου φάνηκε ως ξένο θέμα. Αφού αποφάσισα να διασκευάσω το μυθιστόρημα επισκέφθηκα πολλά ορυχεία για να ζήσω ακόμα μια φόρα τις συνθήκες. Πήγα κάτω στις στοές των ορυχείων για να δω τους εργάτες επί τω έργω, να συζητήσω μαζί τους και να μοιραστώ τις εμπειρίες τους. Κατά την διάρκεια της διασκευής του μυθιστορήματος σιγά- σιγά γνωρίστηκα με τους εργάτες.
(...) Το σκηνοθετικό ύφος που ήθελα να πετύχω ήταν κάτι που να είχε αμεσότητα και απλότητα, με σκοπό να επιτρέψω τους θεατές να αισθανθούν ότι δεν ήταν μια παράλογη υπερβολή (αυτά που βλέπουν).
Δεν χρησιμοποιήσαμε κάποια συγκεκριμένη μουσική -αποφάσισα να μην χρησιμοποιήσω μουσική καθόλου γιατί πιστεύω ότι είναι κάτι που προσθέτεις μετά από υστεροβουλία.
Η κάμερα ποτέ δεν είναι υψηλότερη από το επίπεδο του ματιού. Στις πόλεις το ύφος της φωτογραφίας είναι λίγο σαν αυτό τον ντοκιμαντέρ. Υπάρχει συνέχεια η κάμερα στο χέρι. Δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο που να έχει τραβηχτεί από τρίποδο. Ήθελα την αίσθηση ότι βρισκόμαστε έξω στο δρόμο -δεν είμαστε αποστασιοποιημένοι από την αφήγηση σαν ξένοι, όπως ίσως συνέβαινε σε πιο συμβατικό ύφος, αλλά μάλλον βρισκόμαστε κοντά στους πρωταγωνιστές.
Δεν χρησιμοποιήσαμε τεχνικό φωτισμό. Κινηματογραφήσαμε μ' ένα τέτοιο τρόπο όπως ήταν στην πραγματική ζωή. Έτσι κάναμε με τον φωτισμό και έτσι επίσης κάναμε με τον ήχο. Κινηματογραφούσαμε σε αληθινές τοποθεσίες και στην πραγματικότητα κατεβήκαμε στις στοές των ανθρακωρύχων.
(...) Ως σκηνοθέτης περισσότερο ενδιαφέρομαι πόσο καλά μπορώ να αφηγηθώ μια ιστορία και να την κάνω διασκεδαστική. Γι' αυτό όταν έγραφα το σενάριο ήθελα να προσθέσω πολύ χιούμορ. Όταν παρατηρούσα τους ανθρακωρύχους αν και η ζωή τους ήταν σκληρή δεν ήταν σκυθρωπή ή χωρίς πνεύμα. Είχαν ένα είδος χιούμορ, ένα είδος μεγαλόθυμης άποψης για την ζωή - αυτό που οι Κινέζοι αποκαλούν ρενμινγκ (η αποδοχή της μοίρας). Ήθελαν να αλλάξουν την ζωή τους, όμως δεν μπορούσαν. Όντας φτωχοί, τούς απασχολούσε πώς να κερδίσουν με ασφάλεια χρήματα και να πάνε σπίτι τους να θρέψουν τις οικογένειες τους. Δεν είχα ένα εκ των προτέρο σχέδιο να απεικονίσω τις τραγικές τους ζωές. Δεν ήταν αυτό το σημείο εστίασης.
(...) Δεν σκέφθηκα (ότι η ταινία έπρεπε να έχει) ένα μήνυμα, γιατί δεν είμαι θεός και δεν θέλω να υποδεικνύω τους ανθρώπους πώς να ζήσουν. Δεν γνωρίζω ποιο είναι το σωστό και παίρνω την ζωή όπως έρχεται. Έτσι δεν είχα την πρόθεση να πω στους θεατές για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν και όλα αυτά. Ο στόχος μου ήταν να αφηγηθώ μια ιστορία.
Βέβαια η ιστορία ακουμπά πάνω στο όραμα μου για την ζωή και την κοινωνία, ωστόσο αυτό το όραμα δεν περιέχει ένα σχέδιο απελευθέρωσης που αναγγέλλει με διδακτικό τρόπο κάποια Αλήθεια.
(αποσπάσματα από συνέντευξη στη ηλεκτρονική τοποθεσία www.sensesofcinema.com).