(Μέρος 1ο)
του Θόδωρου Σούμα
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_citizen-kane.jpg

Πριν πολλά χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο όπου κριτικάριζα τον επιφανειακό, επιπόλαιο και ρηχό τρόπο που γράφονταν στις εφημερίδες και τα περιοδικά ποικίλης ύλης, οι κριτικές, τα σχόλια-ανταποκρίσεις-κριτικές για τις ταινίες, από μάλλον ερασιτέχνες κριτικούς, χωρίς μεγάλη κινηματογραφική παιδεία, χωρίς κινημ/κές σπουδές.
Έγραφα τότε πως η κινηματογραφική κριτική, στις περισσότερες εφημερίδες ή τα περιοδικά ποικίλης ύλης, ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με παρουσιάσεις ταινιών. Ταυτίζεται δηλαδή, λίγο-πολύ, με το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, με τη δημοσιογραφική κάλυψη του φιλμικού γεγονότος, σαν να πρόκειται για καλλιτεχνικό, κοσμικό ή κοινωνικό γεγονός. Ο βασικός κορμός αυτών των άρθρων αποτελείται συνήθως από την παρουσίαση της υπόθεσης και ορισμένα σχόλια για τους συντελεστές ή τους επί μέρους τομείς (φωτογραφία, μουσική κ.λπ.), καθώς και για την επιτυχία ή αποτυχία του εγχειρήματος. Διαπιστώνουμε λοιπόν ένα ουσιαστικό έλλειμμα κριτικής και ανάλυσης.
Το δημοσιογραφικό κινηματογραφικό ρεπορτάζ που γράφεται περίπου όπως το κοινωνικό, καλλιτεχνικό ή πολιτικό ρεπορτάζ, δεν αντιμετωπίζει το φιλμ ως αισθητικό (ήτοι νοηματικό-μορφικό) σύνολο, αλλά αραδιάζει χωρίς κόπο και σε λίγο χαρτί, μερικές εύκολες σκέψεις: πρόχειρα, χωρίς στοχασμό, αβασάνιστα και ρουτινιέρικα, συχνά χωρίς κανένα σεβασμό προς αυτόν που δούλεψε για να φτιάξει το φίλμ. Χρησιμοποιούνται τυποποιημένες εκφράσεις, συχνά δημιουργούνται συρταράκια και κουτάκια μέσα στα οποία κατατάσσονται και διαμελίζονται οι ταινίες: «έχει δροσιά και φρεσκάδα», «έχει ατμόσφαιρα», «θαυμάσιες ερμηνείες», «υπέροχη φωτογραφία»... Κι αντιθέτως, κλισαρισμένες διαβεβαιώσεις του τύπου: «μέτριες ερμηνείες», «χωρίς δραματουργικές κορυφώσεις», «έλλειψη ρυθμού». Συνθηματικές ρήσεις που λειτουργούν σαν τον πάγκο του Προκρούστη για τις ταινίες. Με αυτό τον τρόπο ακόμα κι οι έπαινοι χάνουν το νόημά τους.
Αυτό το ρεπορτάζ βρίθει τηλεγραφικών «κριτικών» απλουστεύσεων και μομφών εναντίον αυτού που δεν εντάσσεται στους παραδοσιακούς κινηματογραφικούς κώδικες. Ο συγκεκριμένος λόγος αποστρέφεται το παράδοξο, το ανησυχητικά παράξενο και τις κινημ/κές αισθητικές ιδιαιτερότητες. Προσφεύγει ασταμάτητα στις αναγωγές σε άλλες ταινίες, γιατί δεν κάνει τον κόπο να σκεφτεί το ίδιο το φιλμικό αντικείμενό του. Χρησιμοποιεί, με επιπόλαιο τρόπο, μεθοδολογίες που δεν κατέχει. Η στρατηγική του είναι ο συντηρητισμός, η αποποίηση των αισθητικών καινοτομιών, η λατρεία των εντυπωσιακών εμπορικών παραγωγών.

Διθύραμβοι ή αφορισμοί, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Ο δημοσιογραφικός κινηματογραφικός λόγος αρέσκεται στο να ξοδεύεται σε αφορισμούς ή αντιστρόφως σε διθυράμβους. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το μη αποδεικτικό, το αποφθεγματικό κι απλουστευτικό στυλ γραφής θρέφεται από μία σχέση ταύτισης που τροφοδοτεί και συντηρεί τον μη δημιουργικό κριτικό. Πρόκειται για τις ταυτίσεις του με τους μεγάλους δημιουργούς ή με όσους αποφασίζει να βαπτίσει έτσι, κάπως αυθαίρετα, προκειμένου να μορφοποιήσει κι επιβεβαιώσει τον εαυτό του ως κριτικό, προκειμένου να τον κάνει αναγνωρίσιμο ως τέτοιον. Μόνο αν βρει ποια μοντέλα θα υποστηρίξει φανατικά, μπορεί να δώσει στην ύπαρξή του ως κριτικού, σάρκα και οστά. Στην πραγματικότητα, να δανειστεί σάρκα και οστά. Λόγω της αποστέρησης που αισθάνεται εξαιτίας της αδυναμίας του να δημιουργήσει (είτε σαν κριτικός-συγγραφέας με θέμα την τέχνη, είτε σαν καλλιτέχνης), έχει ανάγκη από το προαναφερόμενο δάνειο, από τις άκριτες ταυτίσεις που του δίνουν υπόσταση και ταυτότητα. Αν δεν υμνήσει ενθουσιωδώς κάποια ταινία και κάποιον δημιουργό, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Τόσο περισσότερο μάλιστα αποκτά λόγο ύπαρξης, όσο αυτό που εξυμνεί είναι «δική του ανακάλυψη», προσωπικό του εύρημα (βλ. τη σχέση τής παραπάνω στάσης με την εκκεντρικότητα και την παραδοξολογία στις κρίσεις του).
Στις ταυτίσεις του με τους μεγάλους κι αναγνωρισμένους δημιουργούς, ο δημοσιογράφος-κριτικός βρίσκει τον εαυτό του, ο οποίος δεν πραγματώθηκε. Τον εαυτό ο οποίος ποθούσε να δημιουργήσει, αλλά δεν το κατόρθωσε…
Ο συμβατικός κριτικός -του οποίου το έργο δεν δικαιώνεται από μόνο του- επειδή ζει από τα είδωλα που αναδεικνύει ή κατασκευάζει για προσωπικούς λόγους, κατά βάθος αισθάνεται φθόνο γι’ αυτά. Έτσι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος και πρόθυμος να τα γκρεμίσει, να τα εκδικηθεί. Να εξακοντίσει αφορισμούς και να κατακεραυνώσει τις «αποτυχημένες προσπάθειες». Αυτή η ροπή της «κριτικής» είναι αρκετά διαδεδομένη, μπορούμε να τη συναντήσουμε στις εύκολες αποφάνσεις τού τύπου «πάει πια, πέθανε», «γέρασε», «αυτοεπαναλαμβάνεται», που κυρίως αναφέρονται στους ώριμους σκηνοθέτες.
Μετά την αποκαθήλωση και το γκρέμισμα του ειδώλου, ακολουθεί η ανακήρυξη σε νέο είδωλο κάποιου άλλου νεότερου σκηνοθέτη, που στο πρώτο «στραβοπάτημα» κινδυνεύει να πεταχτεί κι αυτός, σαν απόρριμα, στα σκουπίδια. Μέσα απ’ αυτές τις ψυχολογικές διεργασίες, ο δημοσιογραφών κριτικός τρέφεται από το σώμα των ταινιών και του σκηνοθέτη (δεν είναι τυχαίο πως ο σκηνοθέτης βλέπει τον κριτικό σαν επίδοξο βαμπίρ που του πίνει το αίμα). Οι διθύραμβοι κι οι αφορισμοί αποτελούν τη διαφορετική πλευρά της ίδιας στάσης, της ίδιας νοοτροπίας και έχουν τα ίδια αίτια.
child-44.jpg
Μετά από τόσο χρόνια δεν έχει αλλάξει κάτι ριζικά από εκείνη τη σχετικά αφελή και αθώα εποχή. Κατέφθασε ο υπερκαταναλωτισμός και η γέννεση μιας ανεκτικότατης κοινωνίας του εύκολου πλουτισμού και της αφθονίας (όπου τα πολιτιστικά αγαθά συμπεριλήφθηκαν κι αυτά στα καταναλωτικά αγαθά, κάτι όχι κακό αυτό καθεαυτό).
Αφορμή για να καταθέσω τις παρακάτω σκέψεις μου στάθηκαν μερικές αρνητικές κριτικές, γραμμένες μάλλον με ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια και μόνο, που διάβασα για τις ταινίες Child 44 (2015, του Ντάνιελ Εσπινόζα) και Άρωμα ελευθερίας (2014, του Τζον Στιούαρτ) αμερικάνικες ταινίες που η δράση τους διαδραματίζεται σε άλλες χώρες, συγκεκριμένα την ΕΣΣΔ και το Ιράν.
Διαπιστώνω, λοιπόν, πως ενίοτε γράφονται και δημοσιεύονται αρκετές αρνητικές "κριτικές" με βασικό κριτήριο την πολιτική ιδεολογία του γράφοντος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την υποτιθέμενη ιδεολογία του σκηνοθέτη και της ταινίας... Πήρα για παράδειγμα ορισμένες κριτικές που γράφτηκαν για το αντισταλινικό-αντισοβιετικό φιλμ Child 44. Ή για το αμερικάνικο αντιισλαμιστικό φιλμ Άρωμα ελευθερίας, που επικρίνει την καταστολή που άσκησε το σκληρό καθεστώς Αχμαντινεζάντ κατά τη διάρκεια των νοθευμένων εκλογών του 2009, για την ανάδειξη προέδρου στο Ιράν. Κάποια κριτική αναφέρει, στρεβλά, πως το φιλμ, διδακτικό, κάνει ιδεολογικά αφελή προπαγάνδα• (αντίθετα, η κριτική του βετεράνου Μικελίδη δεν πέφτει σε τέτοιο λάθος). Ίσως φταίει για αυτή την απλοϊκή στάση η εποχή μας, μια εποχή επιπόλαιης ή κούφιας, εύκολης πολιτικοποίησης, όπου τα πολιτικά δεδομένα κρίνονται σχηματικά με μοναδική βάση τα δίπολα μνημονιακοί/αντιμνημονιακοί και Έλληνες/Γερμανία (παλιότερα διατυπωνόταν ως αντίθεση Έλληνες/Αμερική, μα κι αυτό ξεπεράστηκε από το χρόνο…)
Μα και σε προηγούμενες εποχές κάποιοι νεορθόδοξοι χριστιανοί αγαπούσαν τον Ταρκόφσκι απλά και μόνο για τον χριστιανισμό του, ή κάποιοι αριστεροί εξυμνούσαν τους κουβανούς σκηνοθέτες ή τους σοβιετικούς, μεγάλους δασκάλους του βωβού κινηματογράφου και του μοντάζ των συγκρούσεων, επειδή ήταν απλά και μόνο σοβιετικοί. (Επρόκειτο ξανά για λάθος θέση κι επιλογή, μιας και έναν καλλιτέχνη τον εκτιμάς πρωτίστως για την αισθητική του, -όπου αισθητική είναι η σχέση, το δέσιμο μορφών και σημαινομένων).
Κανονικά θα έπρεπε να γράφουμε για τα έργα τέχνης παραμερίζοντας λιγάκι την προσωπική πολιτική ιδεολογία μας, διότι αρκετές φορές ένα έργο, μια ταινία είναι καλή ΠΑΡΑ την ιδεολογία της που τυχαίνει να μην είναι και τόσο σημαντική και θεμελιωμένη (τα έχει γράψει κι εξηγήσει ο Λούκατς για τον Μπαλζάκ). Όταν κρίνουμε ή απλά παρατηρούμε, όταν εισπράττουμε ένα έργο τέχνης σίγουρα η πρόσληψη αυτή διαθλάται μέσα από κάποιο φίλτρο που είναι η κοσμοθεώρησή μας. Η προβληματική στάση συνίσταται στο να συνθλίβει, να ισοπεδώνει αυτό το φίλτρο μας το έργο που αντικρύζουμε. Η κοσμοθεώρηση-φίλτρο δεν πρέπει να μας δεσμεύει... Στην πραγματικότητα, ένα ανώτερο έργο τέχνης ξεπερνά, με την αισθητική του ολοκλήρωση, την ιδεολογία ή κοσμοθεωρία που φέρει, είναι σπουδαίο και πέρα από αυτήν, χάρη στην αισθητική του ολοκλήρωση, η οποία δένει, συνδέει επιτυχώς τις ιδέες του με τη φόρμα, τις μορφές του.
Δεν πρέπει βέβαια να είσαι χριστιανός για να εκτιμήσεις τη μεγαλοσύνη του φιλμ του Μπρεσόν, Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, ούτε κομμουνιστής για να αγαπήσεις τον Οκτώβρη και το Θωρηκτό Ποτέμκιν, του Αϊζενστάιν, ή τα δυναμικά και λυρικά φιλμ του Ντονσκόι• ούτε αστός και φίλος του αμερικάνικου καπιταλισμού για να αγαπάς το κλασικό, αφηγηματικό-μυθοπλαστικό χολυγουντιανό σινεμά...
Καλό καλοκαίρι και αποφεύγετε τον καύσωνα γιατί μετατρέπει τον εγκέφαλο σε παραβρασμένη μακαρονάδα, ειδικά εάν κάνετε πνευματική ή πολιτική εργασία… Δυστυχώς τα λάθη μας πληρώνονται.