(ένα συνέδριο)
proforikes-istories.jpg

«Όταν οι προφορικές ιστορίες γίνονται ταινία…»: Η συνάντηση πέντε δημιουργών ντοκιμαντέρ με αφορμή το τρίτο διεθνές συνέδριο προφορικής ιστορίας. (Θεσσαλονίκη, 3-5 Ιουνίου 2016)

Αν η μνήμη του ανθρώπου είναι οι άνθρωποι και οι μαρτυρίες τους είναι αυτές που γράφουν ιστορία, ποιος είναι ο ρόλος του κινηματογραφιστή στην καταγραφή και διάσωση της ιστορικής μνήμης; Στα πλαίσια του τρίτου διεθνούς συνεδρίου προφορικής ιστορίας, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη 3-5 Ιουνίου 2016, πέντε σημαντικοί έλληνες δημιουργοί ντοκιμαντέρ συναντήθηκαν για να συζητήσουν τι γίνεται «όταν οι προφορικές ιστορίες γίνονται ταινία…»
Με συντονιστή τον Απόστολο Καρακάση, σκηνοθέτη και επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Κινηματογράφου του Α.Π.Θ. οι Άκης Κερσανίδης, Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, Βασίλης Λουλές, Κυριακή Μάλαμα και Χρύσα Τζελέπη κατέθεσαν τους προβληματισμούς και τις σκέψεις τους πάνω στο θέμα, σχολιάζοντας παράλληλα αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα από ταινίες τους.
filia-eis-ta-paidia-2.jpg
Με αφόρμηση μια συγκλονιστική σκηνή- μαρτυρία από το πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά» (2012) ο Βασίλης Λουλές μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο καλλιεργεί σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πρωταγωνιστές, τους οποίους και αντιμετωπίζει ως πραγματικούς κινηματογραφικούς χαρακτήρες. «Ζητάμε από τους χαρακτήρες να μοιραστούν μαζί μας τα βιώματά τους, όχι να πληροφορηθούμε», επεσήμανε. Ένα από τα βασικά του εργαλεία κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων είναι οι αστυνομικού τύπου ερωτήσεις: τι, πώς, πότε. Ποτέ το γιατί. Αυτές οι στεγνές ανακριτικού τύπου ερωτήσεις τον οδηγούν πιο εύκολα στο συγκεκριμένο, ενώ με το γιατί οι ερωτηθέντες δραπετεύουν καταφεύγοντας στη σφαίρα της ηθικής ή της πολιτικής.
Στο ίδιο κλίμα καταγραφής της μνήμης κινήθηκε και ο ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, ο οποίος μετά την προβολή αποσπάσματος από την τελευταία του ταινία «Σιωπηλός Μάρτυρας», που αναφέρεται στη γκρεμισμένη πια φυλακή Τρικάλων, προχώρησε σε κάποιες ενδιαφέρουσες επισημάνσεις. Ο χώρος λειτουργεί για το συγκεκριμένο σκηνοθέτη ως βασικό ερέθισμα για το ξύπνημα της μνήμης και την κινητοποίηση του μάρτυρα. Γι' αυτό και επιλέγει ως σταθερή δραματική σύμβαση την ξενάγηση στον εξωτερικό χώρο. Στους ήρωες της ιστορίας δίνεται από πριν ένας κατάλογος με ερωτήσεις και προηγείται και γι αυτόν η συγκρότηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης με τον μάρτυρα. Την κάμερα την έχει μαζί του στις συναντήσεις που προηγούνται των γυρισμάτων, πάντα όμως κλειστή, για να εξοικειώσει τον ομιλητή με την παρουσία της. Το μεγαλύτερο πρόβλημα κατά τη γνώμη του βρίσκεται στο μοντάζ, όταν καλείται να αφήσει έξω εκατοντάδες ώρες απομαγνητοφώνησης. Η συγκεκριμένη επιλογή όμως είναι αυτή που καθιστά και το σκηνοθέτη δημιουργό. Και παρόλο που οι ήρωες σε αυτές τις ταινίες μιλάνε πολύ, αναιρώντας το κινηματογραφικό «δείξε, μη λες»,το ντοκιμαντέρ δεν μπορεί να αποτελέσει ιστορικό έργο. «Είναι απλά μια ιστορία για το πώς ένας σκηνοθέτης βλέπει τις ιστορίες κάποιων ανθρώπων», επεσήμανε χαρακτηριστικά.
siopilos-martyras-2.jpg
Στη συνέχεια η Κυριακή Μάλαμα, σκηνοθέτιδα με ενεργό δράση στον τηλεοπτικό χώρο αλλά και στο κοινωνικό-πολιτικό ντοκιμαντέρ, έκανε μια πιο εκτενή αναφορά και στη δική της εμπειρία, προβάλλοντας τρία ενδεικτικά αποσπάσματα από τις ταινίες «Με την ψυχή στο στόμα», «Ξένη χώρα» και «Κόκκινο-Μαύρο». Οι συγκεκριμένες επιλογές της έδωσαν έτσι την ευκαιρία να αναφερθεί στους διαφορετικούς τρόπους αφηγηματικής κατασκευής βιωμάτων, μέσα από αρχεία (Ελληνικό Προσφυγικό Αρχείο), προφορικές αφηγήσεις επιζώντων αλλά και μέσα από δημιουργικά ντοκιμαντέρ (documentaire-fiction), όπου ηθοποιοί αναπλάθουν την ιστορία. Βασικός της στόχος αλλά και στοιχείο προσέγγισης είναι πάντα να προηγηθεί η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους που κινηματογραφεί, μια προσωπική σχέση συναναστροφής και οικειότητας. «Αν σε εμπιστευτούν πρέπει να τους τιμήσεις με το σεβασμό σου», τονίζει. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα που ανέφερε για την τακτική της, όταν έκανε γυρίσματα με Ρομά. Επί τρεις μήνες, πριν ξεκινήσει την ταινία, επισκεπτόταν καθημερινά τον καταυλισμό τους, σύχναζε στα μαγαζιά τους, συζητούσε μαζί τους. Είχε γίνει μία από αυτούς. Η ίδια ποτέ δε ζητάει από τους ήρωες να της αφηγηθούν την ιστορία πριν την κινηματογράφηση, γιατί με τη δεύτερη απόπειρα η τελική αφήγηση ξεφουσκώνει. Και όταν η δυναμική μιας αφήγησης είναι έντονη, ένα μαύρο πανί αρκεί σα φόντο, όπως στην περίπτωση του Γιάννη Ταμτάκου στο «Κόκκινο –Μαύρο». Στη συγκεκριμένη μάλιστα ταινία οι τρεις κάμερες που χρησιμοποίησε παρέμειναν σκεπασμένες για να μην επηρεάσουν τον ομιλητή. «Η ιστορία γράφεται από τους ανθρώπους, όχι από τους ιστορικούς», καταλήγει. «Και συχνά ένα υγρό βλέμμα, ένα τρεμούλιασμα της φωνής, μια παύση λένε πολύ περισσότερα από τα ίδια τα λόγια των πρωταγωνιστών».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον τέλος παρουσίασαν και οι παρατηρήσεις των Άκη Κερσανίδη και Χρύσας Τζελέπη. Σχολιάζοντας αποσπάσματα από το γνωστό τους ντοκιμαντέρ «Το Χρονικό μιας Καταστροφής» που αναφέρεται στο ολοκαύτωμα του Χορτιάτη οι δημιουργοί στάθηκαν κυρίως στο θέμα της συνεργασίας τους με τους ιστορικούς, με τους ανθρώπους που βίωσαν την τραγωδία αλλά και με κάποιους που ασχολήθηκαν με αυτήν. Τόνισαν ιδιαίτερα το θέμα της υποκειμενικότητας τόσο της μαρτυρίας, όσο και της καταγραφής. «Ακόμα και ο ιστορικός που δίνει συνέντευξη στο ντοκιμαντέρ, βάζει την προσωπική του ματιά» επεσήμαναν, « ενώ και τα ίδια βιώματα οι άνθρωποι τα αναπαράγουν διαφορετικά. Κάποιοι μπορούν να τα διαχειριστούν κάποιοι όχι.» Ο Κερσανίδης έκλεισε τελικά τη συζήτηση με τη διαπίστωση ότι η εικόνα είναι αυτή που βαραίνει περισσότερο από το λόγο στο ντοκιμαντέρ, συνιστά πολιτική άποψη και γι αυτό είναι καθοριστική.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]