(Από τη Γυναίκα στους αμμόλοφους στο Πηγάδι * )
της Ελίζας Σικαλοπούλου
“Μα το κρύο έκοβε το νήμα της σκέψης μου κι όπως μου είχε ανέβει ένας τρομερός πυρετός, τα νερά άρχισαν να βράζουν γύρω μου κι έτσι μπόρεσα να ζεσταθώ λιγάκι.”
– “Όνειρα και πραγματικότητες του αδελφού Σερβάντο ντε Μιερ” του Ρεϊνάλντο Αρένας.
*
“Σήμερα ήθελε να πιάσει κουβέντα.
Ανέβηκε στο ψηλό βουνό.
Περπάτησε τη βοή του ανέμου.
Το δέντρο της κορυφής θρόιζε στη ρίζα των βημάτων.
Τα λόγια της πήρε η παγίδα μιας ηχούς.
Συνομιλία βαμβάκι· Η άλλη φωνή,
μουρμούρισμα της Κίρκης,
δεμένη γλώσσα με μαύρη κορδέλα.
Δεσμώτης της σιωπής, μπήκε στης κούρασης τα χάσματα.
Ξάπλωσε κάτω στα βρύα.
Η φωνή σκίστηκε σε δυο κομμάτια τέφρας.
Περικοκλάδες, βάτα, φτέρες, άρχισαν να τραγουδούν το λυπημένο τραγούδι.
Και τότε, εκείνη άνθισε.”
– “Ορεσίβιοι”, δικό μου, 2020
*
όσα τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι
– μικρασιατική ρήση
*
Μέρα 24η. Σοβιετική έρημος, εκατοντάδες χιλιόμετρα έξω από το Τόκιο. Ο ήλιος με επιτιμητικό βλέμμα καίει το νυχτερινό πάγο της άμμου. Μαρμαρυγές ζεστού αέρα ανεβαίνουν και βράζουν στο μέτωπο. Ο αέρας είναι μια συνεχής εξάχνωση της στερεής ζώνης της γης. Φέρνει από μακριά τη μυρωδιά των ανθρώπων σαν ανάμνηση. Φύση, ούτε για δείγμα. Σταγόνες νερό παίρνουν μικρές μορφές στη φαντασία, με τη νωπή ολίσθηση των κόκκων της άμμου στα πρόσωπα. Το κλίμα αυτό βαραίνει στα βλέφαρά μας.
Μέσα στην περιορισμένη μας αναπνοή, ένα μετείκασμα του ανθρώπινου ματιού, ο μεγάλος προδότης της φυσιολογίας μας, είναι αρκετό για να στρέψουμε το βλέμμα μας στα πράγματα με νεοσύστατες βεβαιότητες, δηλαδή προλήψεις, σε κάθε μικρή διαστολή της κόρης. Το θέαμα του κόσμου είναι πάντα γοητευτικό, ακόμη κι αν κάθε νέο, ακούσιο άνοιγμα των βλεφάρων φυλάει ερμητικά κλεισμένες ψευδαισθήσεις της κίνησης στον κινηματογράφο ή αλλεπάλληλες γνωσιολογικές ήττες στο πεδίο της ζωής. Στη μισοζαλισμένη ανθρώπινη κατάσταση, κάθε διάψευση βιώνεται ως κοσμική αποτυχία.
«Σίγουρα η άμμος είναι ακατάλληλη για τη ζωή. Όμως και η σταθερότητα είναι τάχα τόσο απόλυτα απαραίτητη γι’ αυτή;»
Δύο άνδρες χαράσσουν μια παράλληλη πορεία, απομακρυσμένη χρονικά μέσα την αφιλόξενη έρημο της ζωής. Ο ένας, θυμωμένος με την κακοτυχία του που τονίζεται στα βουλιαγμένα βήματα στην άμμο, αναζητά μάταια το σπάνιο έντομο hanmiyo, γιατί στις παρυφές του μυαλού του ακούει μονότονο το reverb του πολιτισμού, που έχει μείνει πια πίσω του μέσα σε ριπές. Ώσπου, σε μια τροπή της τραγικής τύχης, νερό αναβλύζει μέσα από την καυτή άμμο στην παγίδα πουλιών που κατασκεύασε ο ίδιος με το κωδικό όνομα “Ελπίδα”.
Ένα ξαφνικό «πέρας» από το φόβο ξανά στη ζωή με το αόρατο χέρι του τριχοειδούς φαινομένου που ευθύνεται για την υγρασία της άμμου σε μια καθόλα άνυδρη πραγματικότητα μάς κλείνει το μάτι προς την κατεύθυνση της ύπαρξης μιας σιωπηλής νομοτέλειας της αρμονίας. Οι ρυθμικές σχέσεις με τον περιβάλλοντα χώρο, σα μουσική αρμονία, συνθέτουν το ξερόχλωρο τοπίο μιας διψασμένης καθημερινότητας δεμένης με την απόλυτη αξία της επιβίωσης σύμφωνα με το νόμο της άμμου και μιας κορεσμένης, δροσερής ελευθερίας που βαπτίζεται στα νάματα αυτής της ανάγκης όχι ως τελικός σκοπός αλλά ως δυνατότητα προς διερεύνηση.
«Όμως πάνω στο νερό πρέπει, σε συμφωνία με τη φύση του νερού, να βάλει μάλλον κανείς ένα πλοίο να πλεύσει.»
Η ελευθερία του άνδρα είναι τόσο «ιδιόκτιστη» όσο προϋπάρχον είναι το συσσωρευμένο νερό στην παγίδα της «Ελπίδας» του. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος, χρονικό ή εννοιακό, και ο ντετερμινισμός χρωματίζει με αδρές, πλάγιες γραμμές τη φύση της ανθρώπινης συνήθειας. Όλα τα προβαλλόμενα εμπόδια προετοιμάζουν τη γενναία στάθμιση των υλικών μας και σχηματοποιούν τη διαδρομή από το δυνάμει στο ενεργεία. Τότε, στη θέα της πηγής που μας ξεδιψάει, η μεμψιμοιρία είναι μόνο μια σκιά του χθες, η καρδιά μιας αρχέγονης απόγνωσης που οργανώνει τον ιστό της γύρω από την ανθρωποκεντρική αντίληψη της πάλης ανθρώπου και φυσικών δυνάμεων. Στη γιορτή του δύσκολου νερού, ο τόπος του ανθρώπου έχει τόσο πλέον διασταλεί που οι κόκκοι άμμου υποχωρούν, γίνονται μια σάρκινη κόγχη της Γης απ’ όπου ο πρωταγωνιστής μπορεί οικειοθελώς να μη φύγει ποτέ πια. Όπου γης και πατρίς, σχεδόν. Στη σιωπή του Θεού τραγουδάνε οι ήχοι των ανθρώπων μέσα από το υδάτινο λαγούμι μιας τυχαίας παγίδας στην έρημο. Το hanmiyo βράζει φακές στο διαμέρισμα.
Όμως, σα να μην τελειώσαμε ακόμη. Διότι βέβαια, αυτή η ενορχήστρωση ισχύει στην περίπτωση που βρούμε νερό (δεδομένου οτι υπάρχει πάντα νερό στην έρημο!). Ο άλλος ήρωας, γέρος, με κοψιά βγαλμένη από τις εικαστικές σελίδες του Dovzhenko, συνεχίζει την πορεία του προς το φλοιό της Γης. «Η έρημος είναι ένα αδιάβαστο βιβλίο,» λέει καθώς ζυγίζει την άμμο στην κλειστή του παλάμη και τη φέρνει στο αυτί για να ακούσει την πιθανότητα της καταλληλότητάς της. Η εξερεύνηση στην άγνωστη ήπειρο τελείται με περιέργεια και ευγένεια, καθώς η αρχαία γνώση τον θωρακίζει με τη συνείδηση της γενικής άγνοιας. Όταν, αργότερα, σκάβοντας και μετρώντας νυχθημερόν, δε θα βρει νερό, παρά τη στιγμιαία απογοήτευση, θα περιμένει χαμογελώντας το επόμενο σωτήριο έτος. Η συμφιλίωση με τα -φαινομενικά- ενάντια, τις δυνάμεις που πρωτογενώς μάς πολεμούν και περιορίζουν το, άγνωστο πάντα, πεδίο δράσης μας ενορχηστρώνει με λεπτά νήματα τη νίκη της ζωής επί του φόβου και της γειωτικής απελπισίας. Η ελευθερία πάντα κάπου μάς διαφεύγει. Είτε ως υλική μορφή της οποίας το αντικείμενο έχει ζωογόνο ροή, όταν βρεθεί. Αλλά κι αν δε βρεθεί, θα σκάψουμε τον άλλο χρόνο ερήμους επί ερήμων στο Τουρκμενιστάν, εφόσον η φύση θα συνεργαστεί με την εμπιστοσύνη μας. Ποιος ξέρει πώς ή γιατί. Ίσως η πόρτα του νερού ανοίγει με το κλειδί της δίψας μας ή, λίγο παρακάτω, με την πλαστική κάρτα της παράδοσής μας στα μυστικά που μάς ανοίγονται από μόνα τους σα λουλούδια στην ειδική συνθήκη της εξοικείωσής μας. Με το ελαφρύ πάτημα πάνω στα ερημικά μονοπάτια ακούγεται μια επωδός: η αίσθηση ότι η ζωή μάς αντιστέκεται είναι το μιράζ της ερήμου.
*Γυναίκα στους αμμόλοφους (1964) του Hiroshi Teshigahara & Πηγάδι (1972) του Sapar Mollaniyazov